Η Μηλιά ή Αμέρου, στην τοπική βλάχικη διάλεκτο, είναι ένα όμορφο, με περίσσιες φυσικές καλλονές, βλαχοχώρι της Πίνδου, κτισμένο σε υψόμετρο 1160 μέτρα.
Η πλούσια παράδοσή του διατηρείται αρκετά ζωντανή σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια και σ’ αυτήν την απόμερη γωνιά έχει ραγδαία διεισδύσει ο σύγχρονος τρόπος ζωής.
Υπάγεται στο νομό Ιωαννίνων και, ειδικότερα, στην επαρχία και στο Δήμο Μετσόβου με τις νέες μεταρρυθμίσεις στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, έχει όμως πρόσβαση, λόγω της θέσης ( είναι χτισμένη στη συμβολή των συνόρων τριων νομών, Ιωαννίνων, Τρικάλων, Γρεβενών) στα Γρεβενά και στα Τρίκαλα. Η γεωγραφική της θέση προσδιόρισε και την ιστορική της μοίρα, μια μοίρα ταραχώδη και περιπετειώδη, όπως μπορεί κανείς να εικάσει από τις σκόρπιες ιστορικές μαρτυρίες που διασώθηκαν. Γιατί ο ένας από τους δύο φυσικούς δρόμους (Κάλεα Μάρε μεγάλος δρόμος) που ένωναν την Ήπειρο με την Μακεδονία διερχόταν από τη Μηλιά και ήταν επόμενο, σε όλες τις ιστορικές περιόδους, κυρίως όμως κατά τη νεότερη και τη σύγχρονη, μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, η εμπορική και στρατιωτική κίνηση να είναι ιδιαιτέρως αυξημένη. Η κίνηση αυτή ανακόπηκε μεταπολεμικά, ελλείψει ασφαλτοστρωμένου αυτοκινητόδρομου, για να αυξηθεί και πάλι τα τελευταία έξι χρόνια, για λίγο, όταν η Ήπειρος και η Μακεδονία συγκοινωνούσαν προσωρινά μέσω Μηλιάς. Από 2003 όμως που εγκαινιάστηκε η σύγχρονη Εγνατία Οδός, η κίνηση κόπηκε οριστικά, αφού η Μηλιά απέχει αρκετά από τη μεγαλύτερη συγκοινωνιακή αρτηρία της χώρας μας.
Από τις έρευνες ιστορικών και αρχαιολόγων και κυρίως του Nicolas Hammond, ο οποίος ασχολήθηκε επί μακρόν με την προϊστορία της Ηπείρου και της Μακεδονίας και τα επιστημονικά του πορίσματα είναι αξιόπιστα, γνωρίζουμε ότι κατά το 2000 π.Χ. άρχισαν να καταφθάνουν τα πρώτα ελληνικά φύλα και ότι η Πίνδος ήταν ο πρώτος σταθμός τους. Οι Χάονες, οι Μολοσσοί και οι Θεσπρωτοί ήταν οι πρώτοι που κατέφθασαν στην Ήπειρο, ενώ στην κοντινή μας Θεσσαλία και μέχρι την κοιλάδα του Αώου (σημ. λίμνη Αώου) κατοικούσαν οι Περραιβοί. Όλα αυτά τα ελληνικά φύλα ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και ήταν ημινομαδικά: το χειμώνα ξεχείμαζαν τα κοπάδια τους σε πιο θερμές περιοχές στους κάμπους, ενώ το καλοκαίρι ανέβαιναν στις κορφές της Πίνδου.
Κατά τους ιστορικούς χρόνους η περιοχή μας, όπως και σήμερα, βρισκόταν ανάμεσα στους Τυμφαίους στα βορειοανατολικά (Μακεδονία), τους Περραιβούς στα νότια (Θεσσαλία) και τους Παραυαίους στα δυτικά (Ήπειρος). Επειδή δεν υπάρχει όμως μαρτυρία για την ύπαρξη οικισμού στην περιοχή ούτε διασώζονται εμφανή αρχαία μνημεία, δεν μπορούμε με σιγουριά να πούμε ποιο ελληνικό φύλο κατοικούσε στην περιοχή μας.
Κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας η περιοχή απέκτησε σημαντικό ενδιαφέρον λόγω της γεωγραφικής και στρατηγικής της θέσης και εξαιτίας της στρατολόγησης των κατοίκων στις ρωμαϊκές λεγεώνες και της ίδρυσης φυλακίων στην περιοχή επήλθε ο εκλατινισμός των κατοίκων της Πίνδου που ήταν γηγενή ελληνικά φύλα. Έτσι προήλθε ο βλάχικος πληθυσμός στον οποίο υπάγονται γλωσσικά και οι κάτοικοι της Μηλιάς.
Το ενδιαφέρον για την περιοχή ήταν σίγουρα έντονο και κατά την χιλιόχρονη βυζαντινή περίοδο, για στρατιωτικούς και εμπορικούς προφανώς λόγους. Είναι βέβαιο όμως ότι και οι Οθωμανοί κατακτητές στα νεότερα χρόνια φρόντισαν για την ασφάλεια της περιοχής και για άλλους λόγους και κυρίως για να μεταφέρονται με ασφάλεια οι φόροι από το πασαλίκι Ιωαννίνων στην Πόλη. Αψευδή τεκμήρια για του λόγου το αληθές αποτελούν τα τοπωνύμια Καζάρμα ( casa di arma = φυλάκιο λατινικής προέλευσης) και Ταμπούρι ( = Τάγμα τουρκικής προέλευσης) τα οποία διασώζονται σε οχυρές θέσεις του χωριού.
ΕλλάδαΔύσκολες ώρες για τον Αλκίνοο Ιωαννίδη – Έφυγε από την ζωή η Μαριλένα τουLifestyleΠέθαvε γνωστή παρουσιάστρια
Ο σημερινός οικισμός, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες και παραδόσεις που διασώζονται, κτίστηκε πριν από τον 16° αιώνα και ενισχύθηκε ο πληθυσμός του από τους πολλούς πρόσφυγες που κατέφευγαν κυνηγημένοι στη Μηλιά περιοδικά, με σημαντικότερους τους κατοίκους του χωριού Φτέρης Ολύμπου με το οποίο το χωριό μας αδελφοποιήθηκε το 1972. Από τα μέσα του 16ου αιώνα μέχρι και τις αρχές του Ι9ου «η χώρα Μετσόβου» που εκτός από το Μέτσοβο περιελάμβανε και τη Μηλιά, τη Κουτσούφλιανη, το Ανήλιο, το Ανθοχώρι και το Βοτονόσι, ευνοημένη από την αυτονομία και τα ειδικά προνόμια που της παραχώρησε η Υψηλή Πύλη, προφανώς για να διασφαλιστεί η ομαλή διέλευση από την περιοχή, διήλθε περίοδο ηρεμίας και ανάπτυξης.
Σημαντικές προσωπικότητες από τη Μηλιά ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Γαβριήλ ο Α’ ο οποίος σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή της Ιεράς Μονής της Παναγίας Σπηλαίου έκτισε τον ναό το 1633 «… εκτίσθη εν 1633 από τον αρχιεπίσκοπο Γρεβενών κυρ Γαβριήλ εκ χωρίου Μηλέας Μετσόβου…». Μηλιώτες ήταν επίσης ο Αναστάσιος Καραμίχος και τα αδέλφια Γεώργιος, Μιχαήλ και Ζήνων Ισαυρίδης του Ιωάννη που υπήρξαν μέλη της Φιλικής Εταιρίας και αγωνίστηκαν σε πολλές μάχες στην Ελληνική Επανάσταση. Ο Ζήνων μάλιστα σκοτώθηκε στη μάχη του Φαλήρου το 1827 στο πλευρό του Καραϊσκάκη.
Στις αρχές του 19ου αιώνα ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων κατήργησε αρκετά από τα προνόμια της Χώρας Μετσόβου και με τις συχνές επιθέσεις του προς Μακεδονία και Θεσσαλία σκόρπιζε το φόβο και τον τρόμο. Τα τουρκαλβανικά στίφη επίσης με τις ληστρικές τους επιθέσεις λυμαίνονταν την περιοχή. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης το 1821 πολλοί κλεφταρματολοί είχαν τα λημέρια τους στα πυκνά και δυσπρόσιτα βουνά της Μηλιάς. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881 στα όρη της Μηλιάς αναζητούσαν άσυλο πολλές ληστοσυμμορίες ύστερα από τις ληστρικές τους δραστηριότητες στην ελεύθερη Ελλάδα. Οι γέροντες διηγούνται πολλές ιστορίες και τραγούδια από αυτή την περίοδο (π.χ. το τραγούδι ua sh ntou mori fiatâ).
Η Μηλιά απελευθερώθηκε το Νοέμβριο του 1912 από τον αντισυνταγματάρχη Σταμ. Μήτσα και τον εθελοντικό στρατό του. Οι Μηλιώτες έδωσαν το παρών στις εθνικές περιπέτειες του Μικρασιατικού πολέμου και του Αλβανικού Έπους. Κατά τη δεκαετία 1940 – 1950 θρήνησαν αρκετές δεκάδες θύματα. Το χωριό κάηκε τρεις φορές και οι κάτοικοι κατέφυγαν πρόσφυγες για 3 χρόνια στο Μέτσοβο, στα Ιωάννινα και τα Τρίκαλα. Όταν το 1950 επέστρεψαν, άρχισαν πάλι από την αρχή με κόπο και σκληρή δουλειά να χτίζουν τα σπίτια τους πάνω στα ερείπια. Ασχολήθηκαν στην αρχή με την κτηνοτροφία, την υλοτομία, τη βαρελοποιΐα και το αγωγιατλίκι που ήταν και οι παραδοσιακές ασχολίες τους. Από τη δεκαετία του 1970 όμως η πλειονότητα των κατοίκων του χωριού ασχολείται με την παραγωγή και το εμπόριο προϊόντων λαϊκής τέχνης. Αυτή η επαγγελματική δραστηριότητα συνέβαλε στην οικονομική ευημερία των Μηλιωτών και στην ανακοπή του μεταναστευτικού ρεύματος προς το εσωτερικό και το εξωτερικό που είχε αρχίσει από τη δεκαετία του 1950. Σήμερα στο χωριό κατοικούν περίπου 300 μόνιμοι κάτοικοι οι οποίοι ακόμη, κυρίως οι ηλικιωμένοι, ζουν πολύ κοντά στην παράδοση, ενώ οι απανταχού Μηλιώτες ξεπερνούν τους 2000. Στις πόλεις που κατοικούν ( Αθήνα, Γιάννενα, Τρίκαλα και Τορόντο Καναδά κυρίως ), με τη φιλοπονία που τους διακρίνει, έχουν ευημερήσει και έχουν αναπτύξει πάρα πολλές πολιτιστικές δραστηριότητες μέσα από τους συλλόγους τους πάντα με αφετηρία την πλούσια παράδοση του χωριού μας. Τα καλοκαίρια οι περισσότεροι ανεβαίνουν στο χωριό και διοργανώνονται πολλές εκδηλώσεις με σημαντικότερη το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστο προς τιμήν της Κοιμήσεως της Παναγίας.
Περισσότερες Ειδήσεις σήμερα
Βρίσκεται στο χωριό του: Έτσι είναι στα 74 ο Πάνος Μιχαλόπουλος, άκρως γυμνασμένος με άσπρα μαλλιά
Ο πρωτοπόρος Έλληνας γεωπόνος που τόλμησε να φέρει στην Ελλάδα το φρούτο – χρυσάφι
Άφησε την Αθήνα μετακομίζοντας στην Πάρο για να φτιάξει ένα τυροκομείο και μια φάρμα