που-πας-γιασεμή-μου-για-νερό-γιαγιά-απα-197595

Που πας Γιασεμή μου; Για νερό γιαγιά απαντούσε η Γιασεμή κι άρπαζε την στάμνα και εξαφανιζότανε

Ανάγνωση: 13'

Που πας Γιασεμή μου; Για νερό γιαγιά απαντούσε η Γιασεμή κι άρπαζε την στάμνα και εξαφανιζότανε. Δεν προλάβαινε η γιαγιά να της πει πότε τελείωσε το νερό αφού το πρωί ξαναπήγες μα η Γιασεμή είχε ήδη σκαπετήσει.

Ιστορία: Που πας Γιασεμή μου;

Δεκατεσσάρων ήταν η Γιασεμή της και έμοιαζε στην μάνα της! Όμορφη και νοικοκυροκόριτσο. Που την έχανες που την έβρισκες όλο με την στάμνα ριγμένη στον ώμο με τα μαλλιά λυτά να ανεμίζουνε ολόξανθα σαν ώριμα στάχυα σιταριού και να χάνεται πότε για νερό, πότε να μαζέψει χόρτα που αρέσανε στη γιαγιά της, πότε να κόψει ξύλα να κάνει θυμωνιές για τον χειμώνα.

Άξια σαν την μάνα της ήταν και άτυχη.

Η μάνα της χάθηκε στην γέννα της Γιασεμής κι ο πατέρας της την εγκατέλειψε στα πεθερικά του. Έχασε τον άντρα της η Θανάσω και μείναν οι δυο τους.

Μόνο που αυτή δεν μπορούσε να περπατήσει. Ένα πόδι είχε κι αυτό σακατεμένο. Πάνε χρόνια που το έχασε το άλλο της πόδι από μια μόλυνση. Έρανο κάνανε στο χωριό και όχι μόνο και στα γύρω χωριά πήγανε να μαζευτούνε τα χρήματα να μεταφερθεί σε νοσοκομείο να της το κόψουν.

Ήταν την χρονιά που πέθανε ο άντρας της. Τότε το έπαθε το κακό. Με την μοίρα της τα είχε βάλει εκείνη την ημέρα. Με την μοίρα της και έσκουζε μήπως και την λυπηθεί.

Της έλεγε για την μάνα της Γιασεμής που της την πήρε. Για τον πατέρα της που την άφησε μια σταλιά παιδάκι. Στη χούφτα της χώραγε όταν την παράτησε και έφυγε και δεν τον είδαν ποτέ.

Ζούσε; Πέθανε; Κανείς δεν ήξερε να της πει.

Της έλεγε και για τον άντρα της που δεν τον άφησε να ζήσει να έχουν κι αυτές ένα στήριγμα αντρικό. Ας τον άφηνες της έλεγε της μοίρας της λίγα χρόνια ακόμα να μεγαλώσουν την Γιασεμή κι ας τον έπαιρνες μετά. Είχαν γεμίσει τα μάτια της δάκρυα κι αντί η καψερή να σκάψει το χώμα να φυτέψει το μποστάνι της, χτύπησε το δάχτυλο και κόπηκε σαν πράσο.

Σαν το πράσο κόπηκε λες κι ήταν ψεύτικο. Ήταν που έσκουζε να την λυπηθεί η μοίρα. Να πεις πως το έκανε και ψέματα;

Από την ψυχή τα έβγαζε τα δάκρυα μα η μοίρα φαίνεται δεν τα είδε. Στραβώθηκε γιατί αν τα έβλεπε δεν θα ήταν σκληρή μαζί της. Και καλά εγώ της είπε. Το ορφανό δεν το λυπάσαι;

Και πιάνει το τσαπί και πάει το δάχτυλο.

Κι η καημένη η Θανάσω αντί να τουλουπώσει το κομμένο πόδι άρχισε η δόλια να μουτζώνει και να φωνάζει προς τα που είσαι να σου δώσω κι άλλες μπας και ξεστραβωθείς.

Η ζημιά είχε γίνει. Το δάχτυλο χάθηκε μέσα στο μποστάνι η πληγή γέμισε αίματα και χώμα και τώρα κάθε λίγο φωνάζει που είσαι Γιασεμάκι μου; Εδώ γιαγιά. Που πας Γιασεμή μου για νερό γιαγιά.

Στα δεκατέσσερα ήταν. Πριν από ένα χρόνο ήταν που πήγε κι έπεσε στην αγκαλιά της γιαγιάς της και έκλαιγε το πουλάκι της κι έκλαιγε και δεν ήξερε πως να της πει εκείνο που είδε στα ποδαράκια της. Κι όταν σταμάτησε πια να κλαίει κατάλαβε η Θανάσω πως της είχαν έρθει τα ρούχα της.

Της σκούπισε τα δάκρυα, της χτένισε τα στάχυα της, την φίλησε στα μαγουλάκια της και της είπε πως αυτό θα το βλέπει κάθε μήνα και πως εκείνη θα της έχει έτοιμα πανάκια από παλιές πετσέτες ραμμένα στο εσώρουχο να τα συχναλλάζει ώσπου να της περνάει. Τέσσερις μέρες Γιασεμάκι μου και θα περνάει της είπε και μην κλαις παιδί μου. Όλες οι γυναίκες το έχουμε αυτό. Έτσι μας έφτιαξε ο θεός.

Μα ξέχασε να της πει η Θανάσω πως όταν το έχεις αυτό τότε μπορείς να κάνεις και παιδί και πως δεν πρέπει να σε φιλήσει κανένας άντρας αν δεν είναι ο άντρας σου. Το ξέχασε η δόλια. Το ξέχασε. Που πας Γιασεμή μου; Πάω να σου μαζέψω χόρτα που σου αρέσουν γιαγιά. Μην αργήσεις νισιάνι μου.

Όχι γιαγιά μου κι όλο αργούσε το Γιασεμάκι της κι όλο ξεπόρτιζε τάχα μου για δουλειές. Και ψέματα δεν έλεγε για τις δουλειές γιατί και ξύλα έφερνε και την στάμνα γεμάτη την έφερνε.

Μα να…αργούσε λίγο παραπάνω. Κάποια βράδια η Θανάσω άκουγε σαν κάποιος να πετούσε λιθαράκια στο παραθύρι κι η Γιασεμή έκανε πως δεν τα άκουγε.

Σαν της έλεγε άντε νισιάνι μου να δεις τι είναι, έβγαινε έξω το Γιασεμάκι της κι ερχόταν αφού είχε περάσει κάμποση ώρα. Τι ήταν Γιασεμή μου κι άργησες; Τίποτα γιαγιά μου. Πήγα μέχρι την καλύβα με τα ζώα να δω πως είναι. Κλείδωνε την πόρτα και ξάπλωνε να κοιμηθεί αφού ταχτοποιούσε την γιαγιά της κι αφού την αγκάλιαζε λέγοντάς της καληνύχτα.

Το ξέχασε η δόλια να της το πει. Το ξέχασε. Έβλεπε το Γιασεμάκι της να κάνει κάνει εμετό. Αρρώστησες παιδί μου πέρα δόθε όλη μέρα να κουβαλάς νερό να κόβεις ξύλα. Μα φτάνουν πια.

Τρεις θυμωνιές έκανες. Θα τον βγάλουμε τον χειμώνα. Ένα διάστημα δεν έτρωγε και κείνη η καψερή,τι έχεις παιδί μου; Γιατί είσαι ανόρεχτη; Κι άμα την έβλεπε να τρώει η χαρά της ήταν μεγάλη.

Δόξα τον θεό έλεγε της ήρθε η όρεξη ξανά. Είχε τόση όρεξη το Γιασεμάκι της που πάχυνε κιόλας κι η Θανάσω της έλεγε στενέψανε τα φουστάνια σου μα σου πάει το πάχος νισιάνι μου.

Πως το ξέχασε να της το πει. Πως το’ κανε ετούτο η δόλια.

Ένα βράδυ που καθότανε και είχε γείρει το κεφαλάκι της στα γόνατα της γιαγιάς της, ποια γόνατα; Ένα είχε…Της είπε.

Γιασεμή μου δεν έχεις τρεις τέσσερις μήνες να μου φέρεις να σου ράψω τα πετσετάκια. Τα ράβω μόνη μου γιαγιά της είπε. Να πας αυριο να σου πάρει μέτρα η μοδίστρα να ράψεις δυο φουστάνια μεγαλύτερα της είπε η γιαγιά της. Μεγάλωσες παιδί μου και δεν χωράς. Κοντύνανε και στενέψανε.

Σαν ξημέρωσε της είπε ξανά η Θανάσω άμε νισιάνι μου πετάξου μέχρι την μοδίστρα να σου ράψει δυο φουστάνια και πες της πως θα την πληρώσω μόλις πάρω εκείνα τα λεφτά της αναπηρίας.

Που πας Γιασεμάκι μου; Πάω στην μοδίστρα γιαγιά. Μα το πρωί δεν πήγες; Ναι και μου είπε να ξαναπάω και δεν θα αργήσω γιαγιά μου. Δεν πρόλαβε να φύγει και χτύπησε η πόρτα της. Ελάτε είπε ανοιχτά είναι. Η μοδίστρα ήταν κι η Θανάσω της είπε πως τώρα έφυγε η εγγονή της και ήρθε να σε βρει. Θανάσω, δεν ήρθα για καλό της είπε. Δεν ήρθες για καλό μα δεν έχω και κάτι κακό να πάθω. Όλα τα έπαθα. Τι άλλο θα με βρει; Θανάσω το Γιασεμάκι σου δεν πάχυνε μόνο αλλά είναι χαλασμένο και εγκυος της είπε η μοδίστρα μόνο ήρθα να σου το πω γιατί και κείνο το κακόμοιρο δεν ξέρει τι έχει στην κοιλιά του και τι του γίνεται. Αυτά της είπε η μοδίστρα και φεύγοντας γύρισε και της λέει πως είναι αργά για άλλα πράγματα…γιατί την ώρα που της έπαιρνα τα μέτρα σάλευε μες την κοιλιά της.

Κι έβγαλε μια φωνή η Θανάσω που σείστηκε το σπίτι της όπως σείστηκαν και τα σπλάχνα της. Το Γιασεμάκι της; Που πας Γιασεμή μου; Για νερό γιαγιά. Τι να της πει; Πάω να με μυρίσουν;

Που ήσουν Γιασεμή μου; Στα ζώα γιαγιά. Τι να της πει; Πήγα και με έκοψαν; Τραβούσε τα μαλλιά της και χτύπαγε τα στήθια της και φώναζε την κόρη της και φώναζε τον άντρα της και έβριζε τον πατέρα που την παράτησε κι αφού δεν είχε πια δύναμη να πει και να φωνάξει έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι μα δεν τα κατάφερε δεν είχε δυνάμεις πια. Μόνο άνοιξε τις παλάμες της και είπε που είσαι μοίρα μου να σε μουντζώσω.

Κι αφού την μούντζωσε προς όλες τις μεριές κράτησε και για τον εαυτό της μούντζες λέγοντας η καψερή και ήταν τα τελευταία της λόγια, πως το ξέχασα εγώ αυτό να της το πω. Πως ξέχασα να της πω να μην δώσει το φιλί της σε κανέναν αν δεν είναι ο άντρας της και έγειρε στο κρεβάτι με τις μούντζες ανοιχτές.

Δεν έμαθε ποτέ πως το Γιασεμάκι της δεν έδωσε το φιλί του μα της το πήραν με το ζόρι.

Δεν έμαθε ποτέ πως το Γιασεμάκι της το μύρισε και το έκοψε ο πρωτοξάδερφος του άντρα της.

Δεν έμαθε ποτέ η καψερή η Θανάσω πως της έλεγε αν το πεις πουθενά η γιαγιά σου θα πάθει μεγάλο κακό.

Δεν έμαθε ποτέ πως έφερε στον κόσμο με κίνδυνο να χάσει την ζωή της ένα κοριτσάκι με ξανθά μαλλάκια σαν τα στάχυα ώριμου σιταριού και πως το φώναζε Θανάσω.

Έπεσε πάνω στην νεκρή το Γιασεμάκι. Έκλαιγε και την χάιδευε και της έλεγε γιαγιά μου με το ζόρι μου το πήραν το φιλί.

Γιαγιά μου δεν το έδωσα με την θέλησή μου και προσπαθούσε το κακόμοιρο να της κλείσει τις μούντζες. Που πας Γιασεμάκι μου;

Για νερό γιαγιά μου.

Πέρασαν τα χρόνια κι η μικρή Θανάσω ήταν ίδια η μάνα της! Στα δεκατέσσερα και κείνη άξια και όμορφη! Που πας Θανάσω μου;

Πάω να φέρω νερό μάνα. Να πας νισιάνι μου!

Που πας Θανάσω; Στα ζώα μάνα. Μόνο που το Γιασεμάκι δεν ξέχασε να της πει, πως το φιλί το δίνουμε μόνο στον άντρα μας και σε κανέναν άλλο. Κι αν κάποιος θελήσει να μας το πάρει με το ζόρι φωνάζουμε δυνατά και δεν τον πιστεύουμε σαν μας λέει θα πάθουν κακό αυτοί που αγαπάμε.

Δεν τον πιστεύουμε και το λέμε στην μάνα μας. Ακούς Θανασούλα μου; Ακούω μάνα μου. Κάθε μέρα πήγαινε το Γιασεμάκι να ανάψει το καντηλάκι της γιαγιάς της.

Κάθε μέρα. Και σαν έφτανε κοντά της και έσκυβε να την φιλήσει την άκουγε που της έλεγε, ήρθες Γιασεμή μου; Ήρθα γιαγιά μου.

Και σαν έφευγε, της έλεγε. Που πας Γιασεμάκι μου;

Στη Θανασούλα μας γιαγιά. Στη Θανασούλα να της πω ξανά να μην φοβηθεί πως θα μου κάνουν κακό όπως φοβήθηκα εγώ για σένα. Να πας νισιάνι μου! Να πας.

Ήρθες μάνα; Ήρθα Θανασούλα μου. Όλα καλά; Όλα μάνα μου! Όλα της έλεγε και έπεφτε στην αγκαλιά της. Όλα μάνα μου και μη φοβάσαι. Δεν θα το δώσω το φιλί παρά μόνο στον άντρα μου κι αν θελήσουν να μου το πάρουν με το ζόρι, θα σου το πω.

Και κείνη της χάιδευε τα στάχυα της τα ώριμα όπως έκανε και η γιαγιά της η Θανάσω.

Ελευθερία Λάππα

Περισσότερες Ειδήσεις σήμερα

O Μάριος βούτηξε σε στέρνα για να πιάσει τον Σταυρό

Πότε και γιατί πρέπει να ξεστολίσετε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο

Μετά από 47 χρόνια γάμου, ο άντρας μου ανακοίνωσε ξαφνικά ότι ήθελε διαζύγιο.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ