Πλήρης ημερών έφυγε από τη ζωή, ο συμπολίτης μας Φίλιππος Φιλιππάκος, ένας από τους παλαιότερους ταξιτζήδες στο νησί της Ρόδου.
Σε ανάρτησή του στον προσωπικό του λογαριασμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο γιος του, γνωστός δικηγόρος του νησιού μας κ. Γιώργος Φιλιππάκος, αναφέρει:
«Γειά σου Φίλιππα. Έφυγες στα 103 πληρέστατος όχι μόνο ημερών αλλά κυρίως ζωής .
Ταξιδεψες πολύ και πολλούς. Τώρα ταξιδεύεις συντροφιά με πολύ αγάπη στο αιώνιο ταξίδι. Καλό σου ταξίδι (και πλέον δεν χρειάζεται να προσέχεις).
Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στη «Ρ» και τη Ροδούλα Λουλουδάκη, πριν από 10 χρόνια, είχε επισημάνει:
Προσφέρατε όλοι οι παλιοί για να χτιστεί η βιομηχανία του τουρισμού στη Ρόδο!
Ένας που αγαπά τον εαυτό του πρέπει ν΄ αγαπά και τον τόπο του. Γι αυτό από τα 25 που αρχίζει η ζωή του ανθρώπου και για 45 χρόνια έκανα όσο μπορούσα αυτό που μου έλεγε η συνείδησή μου, πάντα προς το καλό του τόπου, της κοινωνίας και του απέναντι.
Ήσασταν από τους πρώτους ταξιτζήδες στο νησί;
Από τους πρώτους δεν ήμουν γιατί όταν εγώ μπήκα στο Σταθμό είχε άλλους πιο νωρίς από μένα και η ζωή συνεχίζεται βέβαια.
Πού ήταν τότε η πιάτσα, ο Σταθμός όπως τη λέτε;
Στο Μαντράκι, εκεί που είναι και σήμερα. Ας αρχίσουμε να λέμε τα πράγματα από την αρχή, άρχισα ως τεχνίτης, ξυλουργός στ΄ Αφάντου. Μεσολάβησε ο πόλεμος που μας κήρυξε η Ιταλία και δούλεψα μαζί με τους ιταλούς σε οχυρά που φτιάχνανε και παράγκες. Όταν τελείωσε ο πόλεμος αγόρασα ένα φορτηγό δημόσιας χρήσης, και μετέφερα και πέτρες και χαλίκι για τις οικοδομές και τ΄ αγροκτήματα. Στο διάστημα αυτό επειδή είχα κάνει νταλαβέρια με φτωχό κόσμο δούλευα και δεν πληρωνόμουνα. Είχε ανέχεια ο κόσμος, ήταν θαυμάσιος, αλλά δεν είχε να πληρώσει, κι έτσι εκεί στο 1951 δεν συνέφερε πια με το φορτηγό και αγόρασα ένα ταξί από κάποιον. Ήταν και τότε κλειστό το επάγγελμα, αλλά υπήρχαν ήδη καμιά σαρανταριά με πενήντα ταξί.
Έπαιρναν τότε ταξί οι άνθρωποι, υπήρχαν λεφτά;
Τα Ι.Χ ήτανε λίγα τότε τα είχαν οι πλούσιοι. Όταν έγινε η Ενσωμάτωση ένας που είχε φορτηγό δημοσίας χρήσης έβαζε από πάνω τέντα και μέσα πάγκους και μετέφερε τον κόσμο, έτσι τους έφερναν από τα μακρινά χωριά. Την εποχή της μάνας μου από τα μακρινά χωριά έρχονταν με το γαϊδουράκι. Τις νύχτες στη διαδρομή σταματούσαν σε όποιο χωριό βρίσκονταν και γίνονταν «γιαρένηδες», τους φιλοξενούσαν πιάναν φιλίες Τα ταξί λοιπόν ήταν για μέσα στην πόλη.
Το δικό σας τι ταξί ήταν;
Ήταν μαύρη λιμουζίνα, επταθέσιο. Για τον πελάτη η τιμή ήταν η ίδια. Στο επταθέσιο μπορούσα να βάλω και έναν μόνο. Έπαιρνα έναν, έπαιρνα δύο ή μπορούσα να πάρω και επτά. Δεν είχε ταξίμετρο τότε, ήταν η συμφωνία, ανάλογα με τη διαδρομή, αλλά πάντα λογικά. Επειδή είχα το επταθέσιο είχα μια προτίμηση στις οικογένειες, να τους πάω μια βόλτα.
Μέχρι σε ταινία παίξατε μ΄ αυτό το ταξί!
Το 1964 στην ταινία «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και τη Μάρω Κοντού. Όταν έρχονταν στη Ρόδο πήγαινα και τους έπαιρνα από το αεροδρόμιο, τους πήγαινα για βόλτα από το Μόντε Σμιθ, τους έπαιρνα από το ξενοδοχείο και τους πήγαινα στα γυρίσματα…
Και πήρατε κι εσείς μέρος στα γυρίσματα! Πώς έγινε αυτό;
Σύμφωνα με το σενάριο ξαφνικά κι ενώ τους είχα μέσα στο ταξί δήθεν μας πιάνει λάστιχο. Βγαίνω, βγαίνουν κι αυτοί και λέω «ά, μας έπιασε λάστιχο… Και με ρωτούν αυτοί, πόση ώρα θα μου πάρει για να το αλλάξω. Τους λέω και μου απαντούν «εμείς θα κάνουμε μία βόλτα προς το ναό του Απόλλωνα… Κι έτσι φαινόταν και η Ρόδος, διαφημιζόταν μέσα από τις ταινίες που γυρίζονταν εδώ και ήταν πολλές.
Και στα «Κανόνια του Ναβαρόνε» μετείχατε όμως!
Ναι, ντύθηκα με γερμανική στολή, κομπάρσος. Μετέφερα και τους ηθοποιούς όπου θέλανε τις ελεύθερες ώρες τους. Τον Γκρέκορι Πεκ, την Ειρήνη Παππά
ΕλλάδαΠέθανe αγαπημένος ηθοποιός και πατέρας διάσημου Έλληνα τραγουδιστήLifestyleΖαλίζει η χλιδάτη βίλα της κόρης της Ζωής Λάσκαρη – Τεpάστιο σαλόνι, πέτρινη αυλή, πισίνα, τζακούζι στο μπάνιο
Πώς ήταν η Ειρήνη Παππά;
Λεβεντιά. Την πήγαινα στα νυχτερινά κέντρα, την έβλεπα που χόρευε κι έτσι μου έμεινε η εικόνα αυτή. Πετούσε. Ήταν ωραία, πολύ ωραία. Πού να ναι τι να κάνει, δεν ξέρω παντρεύτηκε ποτέ; Αλλά κορόιδο ήταν αυτή; Πάντως τη ζωή της την έκανε.
Πότε ήταν καλύτερα για τις γυναίκες, τότε ή σήμερα;
Κοίταξε να σου πω ένα πράγμα. Οι παλιές έψαχναν με κάθε τρόπο κι αυτές να βρουν το φίλο τους. Κι έβγαιναν με μία πουκαμίσα άσπρη έξω τις νύχτες, ή τυλίγονταν ένα σεντόνι, κι έκαναν τα φαντάσματα. Και τότε γέμισε ο κόσμος ανεράδες, όπως τις λέγανε, ξωτικά. Αλλά δεν ήταν ξωτικά, ήταν αυτές. Μια φορά κάποιος κυνήγησε ένα το οποίο έτρεξε μέσα στο νεκροταφείο, σου λέει «θα φοβηθεί να με ακολουθήσει»… Όμως το ακολούθησε. Όταν το πιασε του βγαλε το σεντόνι, κι αναγνώρισε μια κοπέλα. Του λέει εκείνη: «Στο Θεό και στα χέρια σου, μη με φανερώσεις…! Άκουσε να σου πω. Γεννήθηκα σε μια περίοδο όπου εκοιμόταν ο κόσμος μαζί με τα ζώα. Έτσι ήταν μέχρι το 1912, το 1918…, γεννήθηκα το 1922 που δεν υπήρχαν περιθώρια να πας στο σχολείο να σπουδάσεις. Εμένα με δίδαξαν τα χρόνια που έζησα και η εμπειρία. Αλλά κάποια πράγματα τα έβλεπα, τη Ρόδο άρχισαν να τη χαλάνε από νωρίς. Στο Νιοχώρι οι Ιταλοί φτιάχνανε σπίτια που είχαν δύο πατώματα, κι είχαν γκαράζ και κήπους. Οι Ροδίτες τα γκρέμισαν μετά για να φτιάξουν ξενοδοχεία που ήταν κουτιά, κι έβλεπε ο ένας τον άλλο από το παράθυρο.
Ποιούς βάζατε στο ταξί; Μου είπαν ότι μεταφέρατε μέχρι το βασιλιά Κωνσταντίνο!
Τον κάθε πελάτη που έπαιρνα ήθελα να τον ευχαριστήσω. κι όταν ξαναρχόταν με ειδοποιούσε να είμαι μαζί του. Αυτό πρέπει να καλλιεργήσουν και τώρα. Τον βασιλέα τον Κωνσταντίνο τον είχα από διάδοχο, ερχόταν συχνά, ήταν κι ιστιοπλόος, μ΄ έλεγε «Φίλιππα»! Μια φορά που ήρθε στο αεροδρόμιο και πήγα να τον περιλάβω γιατί άλλες φορές ερχόταν με καράβι του πολεμικού ναυτικού, και πήγαινα κι από κει, αστυνομία γύρω, άνθρωποι της ασφάλειάς του Τον πήρα για να πάμε πρώτα μια βόλτα στη Φιλέρημο μαζί με την ʼννα-Μαρία. Στην Ιαλυσό είχε κόσμο που τον περίμενε στο δρόμο, αλλά η αστυνομία για λόγους ασφαλείας άλλαξε τελευταία στιγμή τη διαδρομή. Εγώ είχα το θάρρος και του είπα «ο κόσμος ξέρει ότι ο βασιλιάς θα περάσει από κει και σας περιμένει». Μόλις το άκουσε μου λέει «να πάμε με το αρχικό σχέδιο». Του ρίχνανε ροδοπέταλα που μου ρχονταν εμένα στα μούτρα. Τον πήγα από τον κόσμο που τον περίμενε και μετά η ασφάλειά του μου λέει εσύ να οδηγείς μονάχα και τίποτα άλλο!».
Και το βασιλιά της Αραβίας και πολλούς ακόμα είχατε πελάτες!
Ναι, τον Φεϊζάλ, βασιλιά της Αραβίας, με τις κελεμπίες του, τα γυαλιά του τα μαύρα Εβραίους και Αμερικανούς πελάτες τους έπαιρνα από το Γκραντ Οτέλ, τους έκανα βόλτες παντού, με κλείνανε από τη χώρα τους ακόμα μέχρι την τελευταία ώρα ήμουν μαζί τους… Αν ήταν να τους πάω στη Λίνδο τους περνούσα κι από το Χαράκι για να το δούνε, κι ήταν ευχαριστημένοι και εκτιμούσαν. Είχα Αθηναίους πελάτες, τους έπαιρνα από το αεροδρόμιο και τους γύριζα μέχρι τη νύχτα και μετά στα νυχτερινά κέντρα, κι ύστερα στο ξενοδοχείο και ρίχνανε το ουίσκι στην πισίνα και γινόταν λίμνη στην πισίνα. Δούλευα με άλλο τρόπο.
Πώς ήταν τότε η νοοτροπία των ταξιτζήδων;
Δύσκολη φυλή ήταν τότε, για τους σημερινούς δεν ξέρω.
Αν ξαναξεκινούσατε ταξιτζής θα γινόσασταν πάλι;
Οι εποχές αλλάζουν, θα έβλεπα και θα έκανα.
Τώρα δεν οδηγείτε;
Με αφοπλίσανε και με παροπλίσανε για την ασφάλειά μου, αλλά κι εγώ έχω το γνώθι σ΄ αυτόν.
Περάσατε ωραία όμως στη ζωή σας!
Μόνο ωραία; Ήμασταν σαν αδέλφια με τους πελάτες.
Πως πρέπει να τη ζει κανείς τη ζωή;
Όπως τη βλέπει ο καθένας, έτσι να τη ζει.
Περισσότερες Ειδήσεις σήμερα
«Μάρθη, σ’ αγαπώ… µε ακούς… Μάρθη, σε αγαπώ»
Έχεις Γρατζουνιές στην Κεραμική σου Εστία; Δες το Απλό Κολπάκι που θα τις Εξαφανίσει!