Ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος παραχώρησε μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στο Magazine, όπου αναφέρθηκε στα πρώτα βήματά του στο χώρο της μουσικής.
Συγκεκριμένα ο τραγουδιστής μίλησε για τα πρώτα του βήματα στον χώρο της μουσικής, αποκάλυψε τις «ιστορίες» που κρύβονται πίσω από τραγούδια, ενώ αναφέρθηκε στη μεγάλη του αδυναμία.
Ακολουθεί απόσπασμα της συνέντευξης:
Θυμάμαι ήμουνα 13ών χρονών. Ο πατέρας μου ήταν μουσικός και μου λέει μια μέρα “Μάκη, θα πάμε σε ένα χωριό από δω με τα άλογα”. Δεν είχαμε τότε πώς να πάμε αλλιώς. Ο πατέρας μου έπαιζε κλαρίνο και είχε στο σπίτι κι ένα λαούτο, ένα σαντούρι, ένα βιολί… Και έπαιρνα εγώ το λαούτο όταν έφευγε και το γρατσούναγα μόνος μου. Μετά άρχισε να μου δείχνει… Μεγάλη σχολή. Έτσι, όταν το έμαθα το όργανο, με πήρε απ’ το σχολείο και πηγαίναμε και παίρναμε δύο μερτικά. Τι να κάναμε, ήμασταν τόσα παιδιά. Επτά αδέρφια -οκτώ αρχικά, ο ένας έφυγε πολύ νέος τότε.
Σε γάμο, σε σπίτι. Έπαιζα, λοιπόν, εγώ λαούτο εκεί στην αυλή και λένε στον πατέρα μου “Γιώργη, βάλε το παιδί τώρα να κοιμηθεί”. “Όχι”, έλεγε αυτός. Ε, με πήρε ο ύπνος εκεί που έπαιζα και με βάλανε πάνω στο σπίτι και κοιμήθηκα. Είδανε όμως οι μουσικοί την τρίτη, την τέταρτη φορά που πήγα μαζί τους ότι ήμουνα πολύ σταθερός στον χρόνο, αυτό που λέμε “δεν τράβαγα ούτε πίσω ούτε μπροστά” στον ρυθμό.
Αλλά εμένα το μεράκι μου ήταν το κλαρίνο. Το έπαιρνα από δέκα χρονών και έφευγα απ’ το σπίτι, πήγαινα κι έπαιζα κάπου μακριά γιατί δεν μ’ άφηνε ο πατέρας μου. Αλλά σε έναν χρόνο μέσα, είδε ότι το κατάφερνα και με άφησε. Αυτά τα όργανα είναι μέσα στη ζωή μας, έχουμε γεννηθεί μ’ αυτά.
Ναι, γιατί ο πατέρας μου έπαιζε καμπίσια, καγκέλια και τέτοια αλλά κάποιες φορές έπαιζε κι αυτά τα τραγούδια απ’ τη Σμύρνη, απ’ τον Βόσπορο, αυτά τα τούρκικα. Έπαιζαν τις εισαγωγές απ’ τα τσιφτετέλια στους γάμους και γινόταν χαμός. Και έτσι κάποια στιγμή που πήγαμε σε μια δουλειά, με έβαλε και έπαιξα ένα σόλο με το κλαρίνο, ένα τσιφτετέλι και άρεσε πολύ. Και από τότε πήγαινα στις δουλειές με το κλαρίνο.
Ναι, έμαθα λίγα πράγματα αλλά δεν ήταν τότε όπως είναι τώρα που πάνε γυμνάσιο, λύκειο. Δεν είχαμε και τα χρήματα κιόλας.
Μ’ άρεσε να γίνω φωτογράφος και στρατιωτικός. Μ’ άρεσε ο στρατός.
Θυμάμαι όταν έγινα 17 χρονών πήγαμε κάπου στη Λιβαδειά, κοντά στο χωριό που γεννήθηκε ο Στάθης ο Κάβουρας που τραγούδαγε τα δημοτικά. Και του λέει μια τραγουδίστρια “κύριε Κάβουρα, βάλτον Μάκη να πει ένα τραγούδι, ξέρει, τραγουδάει”. Εγώ έλεγα πού και πού κανένα, είπα κι εκεί κάποια τραγούδια και μου λέει ο Κάβουρας μετά “Μάκη, να το παρατήσεις το κλαρίνο”. “Τι λες μωρέ, του λέω, άμα το παρατήσω αυτό, θα πεθάνω, είναι η ζωή μου”. “Να το παρατήσεις μου λέει και να γίνεις τραγουδιστής”.
Ναι… Άκου τώρα όμως να δεις τι έγινε μετά. Το μεγαλύτερο κλαρίνο που είχαμε στην Ελλάδα ήταν ο συγχωρεμένος ο Βασίλης ο Σαλέας, ο θείος του Βασίλη του σημερινού. Αυτός ήταν 15 χρόνια στην Αμερική αλλά με τον γιο του, τον Γιάννη που έπαιζε ακορντεόν πηγαίναμε μαζί στις δουλειές στα πανηγύρια. Εγώ όμως δεν είχα δει ποτέ τον πατέρα του, μόνο στις φωτογραφίες. Υπήρχε τότε στην πλατεία Βάθης ένα κεντράκι το “Σούλι”, όπου η ορχήστρα έλεγε και τα δικά μας τα δημοτικά αλλά και ηπειρώτικα. Ήρθαν και με βρήκαν στο καφενείο που συχνάζαμε οι μουσικοί, ήταν στο Βασιλικό Θέατρο στη Μενάνδρου, και μου λένε “σε θέλουμε να έρθεις στο μαγαζί, να πάρεις και τη Βιτάλη μαζί σου” -εγώ είχα τότε κοντά μου την Ελενίτσα μου, ήταν μικρή τότε.
Ναι, Λαβίδα. Πάμε βλέπουμε το μαγαζί -να χώραγε εκατό άτομα, κάπου τόσο. Ένα μικρούλι ήτανε.
Υπόγειο, ναι. Είχε και μία φίρμα τον Βασίλη τον Χρυσανθόπουλο, που είχε βγάλει το “Ήρθε μια βλάχα απ’ το χωριό” (σ.σ. μου το τραγουδάει), είχαμε και τη Μαρία Σαλτού απ’ την Άρτα, μια πολύ ωραία τραγουδίστρια. Εγώ έπαιζα κλαρίνο αλλά μου λέγανε “πες ρε Μάκη και εσύ κανά τραγούδι”. Ένα σαββατοκύριακο, λοιπόν, είχε τέτοια γρίπη ο τραγουδιστής που δεν μπορούσε να ‘ρθει στο μαγαζί. Κάποια στιγμή, κουράστηκαν οι γυναίκες -γιατί σχολάγαμε και 8 η ώρα το πρωί αδερφέ- και άρχισα να τραγουδάω εγώ. Και κατά τις 5 το πρωί μπαίνει μία παρέα έξι εφτά άτομα, με γραβάτες με παλτά…
Κυριλέ όλοι να πούμε… Είχανε πάει στον Κάβουρα αυτοί προηγουμένως, που τραγούδαγε απάνω στην Αθήνα σε ένα μαγαζί. Και μέσα σ’ αυτήν την παρέα ήταν κι ο Σαλέας, μόλις που είχε έρθει απ’ την Αμερική. Εγώ όμως δεν τον αναγνώρισα, δεν τον είχα δει ποτέ. Καθίσανε σε ένα τραπέζι αλλά το μαγαζί εκεί είχε μόνο κρασί Ζίτσας, ένα ηπειρώτικο, δεν είχε ουίσκι που ήθελαν αυτοί. Και στέλνει κάποιον το μαγαζί και τους φέρνει τρία τέσσερα μπουκάλια.
Το βλέπω, ναι…Τότε που λες δεν παίρναμε μεροκάματα, ήτανε η χαρτούρα.
Τα πετάγανε στην ορχήστρα, όπως κάνανε παλιά στα πανηγύρια.
Τίποτα, δεν υπήρχαν αυτά τότε. Λοιπόν, εκείνη την ώρα ένας πελάτης μου είπε να πω ένα πολύ δύσκολο τραγούδι, τη “Δυστυχία” (σ.σ. μου το τραγουδάει). Την ώρα που λέω το πρώτο κουπλέ, έρχεται ο σερβιτόρος και μου δίνει μία χούφτα δολάρια. Μου λέει “αυτός ο κύριος εκεί θέλει να πεις άλλο ένα”.
Ποτέ στη ζωή μου, τι λες τώρα (γελάει)! Έρχεται άλλη μια χούφτα δολάρια μετά. “Να μας πει κι άλλο ένα ο μικρός”… Αυτός ήξερε το τραγούδι, και όποτε τελείωνε το ρεφρέν, έστελνε άλλη μια χούφτα δολάρια. Γέμισε λεφτά και τη Βιτάλη, και τη Σαλτού και τέλος πάντων, φιλαράκι, από τις 5 που ήρθαν αυτοί, σταματήσαμε 8 η ώρα, λέμε “δεν μπορούμε άλλο”.
Πάω να φύγω και μου λέει ο σερβιτόρος “σε θέλει εκείνος ο κύριος”. Πάω εκεί, του συστήνομαι και με ρωτάει “γενικά πού παίζεις, πού πηγαίνεις;”. Του λέω “παίρνω το κλαρίνο, έχω κι ένα παιδί που παίζει ακορντεόν, τον γιο του Βασίλη του Σαλέα του μεγάλου κλαριντζή, έχουμε και καμιά κιθαρίτσα και πάμε στις ταβέρνες, πάμε σε γάμους, σε τέτοια πράγματα”.
Με ρωτάει από πού είμαι, του λέω “από την Αμαλιάδα, από ένα χωριό τον Σώστι”. “Ποιος είναι ο πατέρας σου;”. “Ο Γιώργης ο Χριστοδουλόπουλος”, του απαντάω. “Παίζει κλαρίνο’, μου λέει, αυτός.
Τον ήξερε δηλαδή. Μου λέει “εγώ είμαι ο πατέρας του Γιάννη που παίζει μαζί σου ακορντεόν”. Και εκεί καταλαβαίνω ποιος είναι. Και μου λέει τότε στη γλώσσα μας -η μάνα μου είναι τσιγγάνα, εγώ τα λέω όλα- μου λέει “μπες”. Το “μπες” ξέρεις τι σημαίνει; “Κάτσε”. “Άκου, μου λέει. Ήρθα πριν δυο μέρες από την Αμερική, αύριο γιορτάζω και το σπίτι της γυναίκας μου είναι στα Νέα Λιόσια, επάνω που είναι τα κυπαρίσσια. Θα ‘ρθεις εκεί, σε θέλω κάτι”.
Πάω το βρισκω, ήταν εκεί 40-50 άτομα, ψητά, πράγματα, είχαν μαζέψει και όλα τα κλαρίνα, τις κιθάρες, γινόταν χαμός. Κάθομαι εγώ και μου λέει “παίζεις καλά κλαρίνο, θα γίνεις καλός κλαριτζής αλλά θα κάνουμε κάτι. Έχεις ρεπερτόριο, ξέρεις τραγούδια;”. Του λέω “άμα κουράζονται στη δουλειά με βάζουν και λέω κανά τραγούδι”. “Θα πάω στου Κομπότι μετά από ένα μήνα, μου κάνει, γιατί έχει πανηγύρι και δεν έχω τραγουδιστή άλλονε, έχω μόνο έναν τον Τάκη τον Καρναβά και μπορεί να πάθει κάτι ο άνθρωπος. Θέλω να έρθεις μαζί μόνο για τραγουδιστής. Θα μου χαλάσεις το χατίρι;”.
Το Κομπότι ήταν ένα χωριό επάνω στην Άρτα -από εκεί είναι οι Σουκαίοι, ο Βαγγέλης και ο Βασίλης ο Σούκας. Συγγενής τους είναι και ο Τάκης ο Σούκας, μεγάλος καλλιτέχνης, μου ‘χε δώσει και τραγούδι. Ξέρεις ποιο; “Τώρα που φεύγεις μακριά στη ζωή μου” (μου το τραγουδάει).
Το σκεφτόμουν γιατί έτρεμα αλλά μου έλεγαν κάποιοι άλλοι “τράβα ρε, θα πάρεις πολλή χαρτούρα με αυτόν τον άνθρωπο”. Και τελικά πήγα.
Και μόλις φτάνουμε, Κώστα μου, στο χωριό, του είχαν βάλει ένα κόκκινο χαλί από δω μέχρι εκεί πέρα για να κατέβει απ’ το ταξί. Και μετά λουλούδια. Είχε μαζευτεί όλο το χωριό να τον καλωσορίσει.
Ναι… Πώς ήταν ο Καραμανλής ντυμένος; Τέτοιο ντύσιμο είχε κι αυτός -ήταν στην Αμερική ο άνθρωπος τόσα χρόνια, ήξερε. Θυμάμαι φόραγε μεταξωτό κοστούμι, μεταξωτές κάλτσες και γραβάτα, και παπούτσια σεβρά… Άλλο πράγμα.
Ανεβαίνει στο πάλκο και με το που παίζει ένα σόλο, το κουτί που είχαμε εμείς για να μαζεύουμε τη χαρτούρα, γέμισε μέχρι τη μέση.
Και είδα και κάτι άλλο. Ήρθε ένας και την ώρα που έπαιζε το κλαρίνο -όταν παίζεις και δίνεις πολύ στο κλαρίνο, από κάτω απ’ την “καμπάνα” που λέμε, βγάζει σάλιο- πήγε ένας και το έγλειφε… Είχαμε μείνει ξεροί. Του είχαν μεγάλη λατρεία δηλαδή. Τραγουδάω κι εγώ κάποια δημοτικά, και το πρωί που σχολάσαμε του λένε “Βασίλη, το μικρό από πού είναι;”. Ήμουνα και ξανθός εγώ. ”Μπαλαμό είναι;”. “Μπαλαμό, λέει, ναι, από την Αμαλιάδα”. Και με αγαπήσαν πολύ εκεί πέρα.
Θυμάμαι που γυρίζαμε Αθήνα με το ταξί, ψιλοκοιμόμουνα, και τους έλεγε ο Σαλέας “μη φωνάζετε, κοιμάται το παιδί”.
17 χρονών. Τελικά με έψησε και το παράτησα το όργανο. Πηγαίναμε σε πολλές δουλειές τότε, ειδικά προς Αγρίνιο γιατί από κάπου εκεί ήταν ο Βασίλης, και πήραμε πολλά λεφτά, σου μιλάω για πολλή χαρτούρα. Έμεινα τρία χρόνια μαζί του. Μου έμαθε και τους δρόμους απ’ τα τραγούδια.
Η τελευταία δουλειά μας ήταν σε ένα χωριό στο Μοναστηράκι. Κάποια στιγμή μου λέει “δεν θα προλάβω να σε δω που θα φτάσεις ψηλά”. Του λέω “πάλι θα φύγεις, μωρέ Βασίλη, για την Αμερική;”. “Όχι Μάκη, μου κάνει, αλλά άμα μπει ο λύκος στο μαντρί θα φάει πρόβατο”. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε.
Φεύγουμε από το χωριό, εμείς πάμε στην Αθήνα και αυτός πάει στην Πάτρα γιατί είχε κάποιες δουλειές. Μετά από 25-30 μέρες, παίρνουν τηλέφωνο στο καφενείο το μουσικό, ζητάνε τον γιο του και του λένε “έλα κάτω να πάρεις τον πατέρα σου γιατί δεν είναι καλά. Δεν μπορούμε να ανοίξουμε τα μάτια του και πίνει δέκα κιλά νερό την ημέρα”.
Τον φέρνουν στην Αθήνα και μετά από 10-15 μέρες, έφυγε. 44άρων χρονών.
ΕλλάδαΜόλις μαθεύτηκε: Αυτή είναι η αιτία θανάτου του Μανούσου Μανουσάκη – Έφυγε σε ηλικία 74 ετώνLifestyleΤηλεθέαση 20/11: Τι νούμερα έκανε στην πρεμιέρα ο Λάκης Λαζόπουλος
Από τι;
Απ’ την παλιαρρώστια.
Μπράβο, ναι. Ένας κύριος ήταν, 1.90, πολύ πράμα, σίδερο σου λέω. Και ρωτάγανε “μα πέθανε αυτός ο άνθρωπος;”.
Και λέω τότε “πέθανε ο δάσκαλος μου, δεν ξανατραγουδάω”. Πήρα ξανά το κλαρίνο αλλά δεν με έπαιρνε κανένας για δουλειά, όλοι με θέλανε για τραγουδιστή. “Δεν ξανατραγουδάω”, τους έλεγα, στον σταυρό που σου κάνω.
Έναν μήνα μετά, δύο, μου λέει η γυναίκα μου “Μάκη, πεινάνε τα παιδιά”.
Δυο παιδιά. Έρχεται τότε ο Βασίλης ο Σούκας, ένας κύριος του κόσμου, που είχε ένα κέντρο με τον Θανάση τον Βαλσαμά για τραγουδιστή, μεγάλη φίρμα τότε, και μου λέει “έλα στο μαγαζί ως τραγουδιστής, θα σου δώσω κι ένα τραγούδι”. Και μου δίνει το “Να ζήσουν οι κομμώτριες, τα όμορφα κορίτσια…” (σ.σ. το τραγουδάει).
Ε, βέβαια. Και γίνεται αμάν. Μετά απ’ αυτό το μαγαζί πήγα στην “Ελαφίνα” στην Ομόνοια. Εκεί έπαιζε κλαρίνο ο συγχωρεμένος ο Νίκος ο Γούβας, πολύ καλός. Έπαιζε και κάποια τσιφτετέλια, κάτι σμυρναίικα και λέω “ω αμάν, τη βρήκα εδώ πέρα”.
Και μια μέρα μου λέει μία κυρία παντρεμένη “θέλω να με βγάλεις να πιω έναν καφέ”. Της λέω “δεν μπορώ κι εγώ παντρεμένος είμαι”, κι εκεί που παίζει μια μελωδία ο Γούβας έβγαλα κι εγώ “Παντρεμένοι και οι δυο”. Πίστεψε με, ειλικρινά σου μιλάω, το έφτιαξα εκείνη την ώρα. Βρήκα μια μελωδία και έβγαλα κουπλέ και ρεφρέν. Και το βράδυ στο μαγαζί, όποια παρέα είχε σειρά να χορέψει, σηκωνόταν και μου ζητούσε να το παίξω. Όποιος ήθελε να χορέψει έλεγε “θα πεις αυτό το τραγούδι” δηλαδή.
Πρώτα το “Παντρεμένοι” και μετά όλα τα άλλα. Πρέπει να το είπα 15 φορές εκείνη τη βραδιά. Δεν είχα δεύτερο κουπλέ όμως, και μου λέει ο κιθαρίστας ο Κώστας ο Κεκές ο συγχωρεμένος “πήγαινε στο σπίτι και κόφτο κεφάλι σου να βάλεις και δεύτερο”. Πήγα, φίλε, και έγραψα το “μη μου βάζεις τη φωτιά…” (τραγουδάει).
Το ‘77.
Τι;;; Λέγανε ότι έφευγαν μεγάλες κασέλες γεμάτες κασέτες απ’ την Ομόνοια και πήγαιναν στο Αγρίνιο, στην Πάτρα, στη Θήβα, στην Καλαμάτα…
Ναι! Εγώ το έγραψα κι αυτό! Έπαιξε ο Κόρος εκεί και ο Μάκης ο Μπέκος.
Ήταν μελαχρινή αυτή.
Πάλι για την παντρεμένη;
Ναι (γέλια)! Και σου ορκίζομαι, Κώστα μου, στον σταυρό που σου κάνω, δεν είχα καμιά σχέση με την κυρία αυτή. Θα πω την αλήθεια τώρα: ήταν τραγουδίστρια. Να ‘ναι καλά στη ζωή της, να έχει περάσει καλά. Και έγινε το έλα να δεις με αυτά τα τραγούδια, μέχρι που σιχάθηκα τον εαυτό μου, δεν μπορούσα να τα πω άλλο.
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης αναφέρεται:
Αυτό μου το φέρανε στις “Αμπάρες” αλλά κάτσε πρώτα να σου πω για το μαγαζί. Άνοιξε το ‘87 και ο ιδιοκτήτης δεν ήξερε τι όνομα να του δώσει. Και μια μέρα όπως καθόμασταν απ’ έξω περνάει ένα αυτοκίνητο και έπαιζε το “Να ‘χαν οι καρδιές αμπάρες” -χωρίς να ξέρει ο οδηγός ότι είμαι εγώ εκεί. Μετά από δέκα αυτοκίνητα, περνάει άλλο ένα, που και αυτό έπαιζε “Να ‘χαν οι καρδιές αμπάρες”.
Ε, και του λέω “ποιο τραγούδι θα ζητάει και ο κόσμος στο μαγαζί; Τις ‘Αμπάρες’. Βάλτο ταμπέλα”.
Έρχεται ένας με ένα μαγνητόφωνο στο μαγαζί, μου το βάζει, το ακούω και τρελαίνομαι. Και μου λέει ότι το πήγαν πρώτα στον Γονίδη αλλά εκείνος είπε ότι πρέπει να το τραγουδήσω εγώ.
Γενναιόδωρος.
Ναι, λέει αυτό το τραγούδι είναι για τον Χριστοδουλόπουλο. Αυτός το έλεγε όμως από λα μινόρε, έχει κορόνα επάνω. Είχα τον Άκη τον Πετρίδη μαέστρο τότε, που ήταν με τον Καζαντζίδη, με τη Μαρινέλλα κλπ, και πάμε δω στο Ηράκλειο το στούντιο του κυρ Γιάννη για να το περάσουμε. Και επειδή ήμουν υψίφωνος πολύ, του λέω “κύριε Άκη, ή σι μινόρε ή σι μπεμόλ μινόρε”, αλλά κάνει λάθος και περνάει την ορχήστρα όλη σε ντο μινόρε! Δεν ήταν για μένα αυτό! Ήταν γυναικείος τόνος!
Το βάζουν, του λέω “είναι πολύ ψηλά, αυτό είναι ντο. Θα ανέβω στη καρέκλα για να το φτάσω”. “Όχι παιδάκι μου”, μου λέει.
Πρώτα λέω τα κουπλέ -γιατί αν έλεγα πρώτα το ρεφρέν από ντο μινόρε, μετά από τρεις φορές θα έκλεινε η φωνή μου. Και λέω μετά μία φορά ψεύτικα το ρεφρέν σε ντο μινόρε, και τη δεύτερη φορά, φίλε, το λέω κανονικά και πήγε πάνω στον Θεό. Και έγινε μετά χαλασμός.
Σε άλλο σημείο ερωτηθείς ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος για το “Δεν κοιμάμαι τώρα πια τα βράδια” , απάντησε: «Αρχικά ήταν να το πει ο γιος μου ο Γιώργος αλλά στα ρεφρέν έβγαινε έξω απ’ το ζεϊμπέκικο το παιδί, δεν μπορούσε. Και νομίζω ότι και οι μισοί στίχοι είναι δικοί του. Αυτό το ηχογραφήσαμε στο στούντιο του Νικολόπουλου, εκείνος παίζει μέσα».
Σε άλλο σημείο, ερωτηθείς ο ερμηνευτής αν είχε κάποιο πάθος, απάντησε: «Όχι, ούτε καζίνα πάω ούτε ζάρια έχω παίξει ποτέ στη ζωή μου. Δεν τα έτρωγα εκεί» και συμπλήρωσε: «Κάποτε, όταν ήμουν στις “Αμπάρες” έρχονταν κάποιοι που σπάγανε πέντε χιλιάδες πιάτα, και αυτοί παίζανε ζάρια, είχαν μία μπαρμπουτιέρα. Και μου λέει το αφεντικό “έλα ρε Μάκη να σε δούνε τουλάχιστον”, και πήγα έτσι μία φορά για να βγάλω την υποχρέωση, στον σταυρό που σου κάνω. Μου ‘δωσε κάτι λεφτά το αφεντικό και παίξαμε μαζί, δεν είχα ιδέα πώς παίζουνε. Και λίγο μετά φωνάζει το αφεντικό ότι δήθεν με θέλουν στο τηλέφωνο, και καλά ότι με ζητάνε στο μαγαζί για πρόβες -ψέματα για να φύγω».
«Όχι, ποτέ. Το πάθος μου το πρώτο, αυτό που είμαι γεμάτος όλος μέσα μου, είναι η μουσική. Και μετά τα ρούχα. Πήγαινα στο Μιλάνο και έπαιρνα παπούτσια και ρούχα. Άκου να δεις, εγώ δεν έχω βγει ποτέ στη ζωή μου στο πρώτο πρόγραμμα ξεκούμπωτος στο σακάκι. Ποτέ. Τον είδες ποτέ τον Βοσκόπουλο να βγαίνει ξεκούμπωτος στη δουλειά; Είναι σεβασμός στον κόσμο. Γιατί τραγουδάς με το μικρόφωνο, σηκώνεται το σακάκι φαίνονται οι κοιλιές, τα αυτά, δεν το κάνω ποτέ αυτό.
Πήγαινα, λοιπόν, στο παλιό αεροδρόμιο, έμπαινα στο αεροπλάνο και καθόμουν ένα βράδυ στο Μιλάνο για να ψωνίσω. Και με πήγαιναν στα μαγαζιά κάτι Ελληνόπουλα που σπουδάζανε εκεί. Και μάλιστα με πήγαιναν και στο εργοστάσιο που ήταν μιάμιση ώρα από εκεί, και τα έπαιρνα στη μισή τιμή -γιατί έπαιρνα πολλά. Έπαιρνα παπούτσια και ρούχα ιταλικά, που ακόμα δεν έχουν χαλάσει. Όταν δουλεύεις, είσαι όνομα και παίρνεις λεφτά και δεν πας να πάρεις να ντυθείς, δεν κάνει ρε αδερφέ να πούμε. Εγώ έχω αρρώστια με τα παπούτσια».
Περισσότερες Ειδήσεις σήμερα
Συντάξεις Δεκεμβρίου: Πληρωμές σε λίγες μέρες για τους συνταξιούχους