Μάρθα Βούρτση: Γεννήθηκε το 1937 στην Αθήνα και η ικανότητά της να ενσαρκώνει μοναδικά δραματικούς ρόλους σε αγαπημένες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου είναι και αυτή που την έκανε γνωστή στο ευρύ κοινό. Η Μάρθα Βούρτση συνήθιζε να είναι κινηματογραφική παρτενέρ ενός άλλου, επίσης πολύ γνωστού δραματικού ηθοποιού, του Νίκου Ξανθόπουλου. Συγκεκριμένα, εκείνη αναλαμβάνε το ρόλο μιας πονεμένες και προδομένης γυναίκας και εκείνος το φτωχό, ταλαιπωρημένο από τη μοιρά αυθεντικό, λαϊκό παιδί.
Μάρθα Βούρτση: Οι γονείς-καλλιτέχνες και οι σπουδές στο Κουν
Η ηθοποιός κατάγεται από την Οδυσσό, από μία οικογένεια καλλιτεχνών, εφόσον η μητέρα της ήταν ζωγράφος και ο πατέρας της μαέστρος. Η μικρή Μάρθα θα ανακαλύψει το ταλέντο της νωρίς και έτσι όταν τελειώνει το σχολείο θα γραφτεί στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν. Πριν ακόμη αποφοιτήσει θα κάνει την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο στον «Πλούτο» του Αριστοφάνη. Το 1958 μαζί με συμφοιτητές της έφτιαξε το Ελεύθερο Θέατρο, όπου κάνει την πρώτη της, επαγγελματική πλέον, εμφάνιση στο έργο «Λοκαντιέρα» του Γκολντόνι.
Στη μετέπειτα πορεία της υπηρέτησε όλα τα είδη θεάτρου από αρχαίο δράμα μέχρι μιούζικαλ και επιθεώρηση.
Μάρθα Βούρτση: Ταλέντο και στην υποκριτική και στο τραγούδι
Στη συνέχεια, έρχονται οι πρώτες κινηματογραφικές εμφανίσεις. Ειδικότερα, το 1959 έπαιξε στην ταινία «Ο Μαγκούφης» ενώ την επόμενη χρονιά εμφανίστηκε στην ταινία της Φίνος Φιλμ «Τα Κίτρινα Γάντια».
Ωστόσο οι περίφημες ταινίες μελό της δεκαετίας του ’60 ήταν αυτές που την έκαναν ευρέως γνωστή και σφράγισαν την καριέρα της. Πολλές από αυτές αποτελούν κλασικά δράματα του ελληνικού κινηματογράφου. Ξεχωρίζουν τα έργα «Αυτή που δε λύγισε», «Είναι μεγάλος ο καημός», «Απόκληροι της κοινωνίας», «Καρδιά μου πάψε να πονάς» και «Με πόνο και με δάκρυα».
Λόγω των ρόλων της έγινε αγαπητή ιδίως στα λαϊκά στρώματα και χαριτολογώντας ο κόσμος την αποκαλούσε «Μάρθα Κλάψα».
Αν και κάποιες από τις ταινίες της χαρακτηρίστηκαν ως «φθηνές παραγωγές» και μάλιστα προβλήθηκαν εξ’ αρχής στη β’ προβολή των κινηματογράφων, το ταλέντο της ηθοποιού δεν αμφισβητήθηκε. Το 1962 μάλιστα, απέσπασε από την ένωση κριτικών κινηματογράφου το βραβείο β’ γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της στην ταινία, «Προδομένη Αγάπη».
Εκτός από υποκριτικό ταλέντο η Μάρθα Βούρτση ήταν και καλλίφωνη και έτσι καθόλη τη διάρκεια της καριέρα της θα συνεργαστεί με σημαντικούς συνθέτες όπως ο Πλέσσας, ο Καλδάρας, ο Τσιτσάνης και ο Ζαμπέτας.
Αρκετά χρόνια αργότερα, στη δεκαετία του 1980, συμμετείχε σε κάποια τηλεοπτικά σίριαλ, όπως «Οδός Ανθέων», «H Ελίζα και οι άλλοι», και το σχετικά πρόσφατο «Επτά Θανάσιμες Πεθερές». Η νέα γενιά τη γνώρισε και την αγάπησε μέσα από τις σειρές «Ένας μήνας και κάτι» και η «Πολυκατοικία».
LifestyleΌλοι χειροκροτούν τον Λάκη Λαζόπουλο: Είπε με το «γάντι» όσα κανείς δεν τόλμησε για τη Ζήνα ΚουτσελίνηΕλλάδαΚαιρός: Θα πνιγούν στις πλημμύρες: Έρχεται σε 48 ώρες η βροχή όλου του έτους – Αuτές είναι οι περιοχές που θα «βυθιστούν» στο νερό
Μάρθα Βούρτση: “Στο τέλος δε θα έχουμε φέρετρο να μας θάψουν”
Το μόνο στοιχείο που είναι γνωστό για την προσωπική ζωή της ηθοποιού είναι ο γάμος της με το στιχουργό Φώντα Φιλέρη. Σε γενικές γραμμές, η αγαπημένη ηθοποιός ανέκαθεν προφύλαγε την προσωπική της ζωή και δε συνήθιζε να εκτίθεται στα φώτα της δημοσιότητας, αν δεν υπήρχε λόγος.
Επίσης, η εμβληματική φυσιογνωμία του θεάτρου και μεγάλη κυρία του κινηματογράφου δεν σταμάτησε ποτέ τη μακροχρόνια θεατρική της καριέρα, καθώς ακόμα και τα τελευταία χρόνια επιστρέφει συχνά πυκνά στη μεγάλη της αγάπη, το σανίδι. Όπως τον θεατρικό χειμώνα του 2004, όταν εμφανίστηκε στο θέατρο Βεάκη στην παράσταση «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια» και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές.
Μετά έπαιξε στο Ηρώδειο (Ιούλιος του 2005) και στον σεξπιρικό «Κοριολανό» ( Ιούνιος του 2006), θυμίζοντας σε όλους ότι το θλιμμένο κορίτσι με τα πλημμυρισμένα από δάκρυα μάτια ήταν μια ανεπανάληπτη ηθοποιός με τεράστιο εκτόπισμα πάνω στο σανίδι.
Συνταξιούχος πια και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, δεν διστάζει να γίνει η φωνή του λαού εκφράζοντας την απόγνωση που μας περιβάλλει: «Μπορεί να είμαι συνταξιούχος, αλλά ανήκω σε κάποιο άλλο επίπεδο σε σύγκριση με κάποιους άλλους συνανθρώπους μου που υποφέρουν με τις πενιχρές συντάξεις που παίρνουν. Βέβαια δεν ξέρω τι θα μου ξημερώσει αύριο. Αν περιμένουμε το κράτος να μας περιθάλψει, χαθήκαμε. Στο τέλος δεν θα έχουμε ούτε φέρετρο να μας θάψουν»…
Η τελευταία φορά που μίλησε δημόσια η γνωστή ηθοποιός ήταν λίγο πριν φύγει από τη ζωή ο συνάδελφός της Νίκος Ξανθόπουλος: “δεν θα δηλώσω κάτι. Είναι ένα πολύ προσωπικό θέμα με τον Νίκο για το τι περνάει”.
Περισσότερες Ειδήσεις σήμερα