Η Ελένη Λάσκαρη, το πραγματικό όνομα της Νίτσας Τραγανέα, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1902 και πέρα από το ότι υπήρξε μεγάλη και σημαντική ηθοποιός, συντέλεσε έναν σπουδαίο ρόλο ως αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης. Σπούδασε στον Εθνικό Θέατρο στην Δραματική Σχολή. Ως ηθοποιός έγινε γνωστή την εποχή που ο ελληνικός κινηματογράφος μεσουρανούσε και έπαιξε δίπλα σε μεγάλα ονόματα. Η ίδια ήταν ενεργό μέλος του ΕΑΜ και υπήρξε αγωνίστρια της Αντίστασης για πολύ καιρό. Παντρεύτηκε δύο φορές, αφού την πρώτη ζήτησε διαζύγιο για να παντρευτεί τον μεγάλο έρωτα της ζωής της στον οποίο όλοι ήταν ενάντια. Η Νίτσα Τσαγανέα πήρε το επίθετό του και συνέχισε τη ζωή της με αυτό χωρίς να την ενδιαφέρουν τα σχόλια του κόσμου. Η μοίρα την χτύπησε τραγικά όταν έχασε την κόρη της, ένας αβάσταχτος πόνος και μάλιστα στο τέλος της ζωής της τάφηκε δίπλα της. Απεβίωσε το 2002.
Η Νίτσα Τραγανέα, ή αλλιώς Ελένη Λάσκαρη, γεννιέται στην Αθήνα στις 17 Φεβρουαρίου του 1902 . Από νεαρή ηλικία δείχνει μια έφεση στην υποκριτική κι έτσι σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου. Εκεί ξεχώρισε για το ταλέντο της και σύντομα πήρε και τους πρώτους της ρόλους. Η Νίτσα υπηρέτησε θέατρο και τον κινηματογράφο για σχεδόν εξήντα χρόνια. Μπορεί να μην είχε να επιδείξει πολλούς πρωταγωνιστικούς ρόλους αλλά όλες τις οι εμφανίσεις μαγνήτιζαν τους θεατές.
Το κοινό τη γνώρισε μέσα από δεύτερους ρόλους που ερμήνευσε σε πολλές γνωστές ταινίες όπως «Η κυρά μας η μαμή», «Ένας ήρως με παντούφλες», «Λαός και Κολωνάκι», «Ο Θόδωρος και το δίκαννο», «Το πιο λαμπρό αστέρι» και άλλες. Η προσωπική της ζωή και αλλά και οι διαπροσωπικές της σχέσεις ανταποκρίνονταν συχνά σαν σε κινηματογραφικά σενάρια.
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1924 με το «Θίασο Νέων», ερμηνεύοντας το ρόλο της «Φανής» στους «Φοιτητής» του Γρηγορίου Ξενόπουλου.Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο ήρθε το 1933 στην ελληνοτουρκική συμπαραγωγή «Ο κακός δρόμος» («Fena Yol»), που σκηνοθέτησε ο Ερτογρούλ Μουχσίν σε σενάριο Γρηγορίου Ξενόπουλου και στην οποία πρωταγωνιστούσαν η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Κυβέλη, ο Γιώργος Παππάς και ο Βασίλης Λογοθετίδης.
Τα επαγγελματικά βήματα της Νίτσας Τσαγανέα ήτανε βεβαίως σίγουρα ως προς την πορεία και επιτυχία της, καθώς η ίδια φρόντισε να γεμίσει το βιογραφικό της με εμφανίσεις δίπλα σε σπουδαίους ηθοποιούς όπως η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Κυβέλη, ο Αιμίλιος Βεάκης, η Βάσω Μανωλίδου, ο Βασίλης Λογοθετίδης, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και πολλοί άλλοι.
Η Νίτσα Τσαγανέα και ο Γιώργος Βιτσώρης γνωρίστηκαν την περίοδο όπου η Τσαγανέα έκανε την εμφάνισή της στο πλευρό της Μαρίκας Κοτοπούλη. Εκείνος, γιατρός με έντονη πολιτική δράση κερδίζει αμέσως την καρδιά της και αφήνει την επιστήμη του για να γίνει ηθοποιός και να βρίσκεται συνέχεια στο πλευρό της.
Ο Βιτσώρης πιστός Τροτσκιστής ήρθε σε σύγκρουση με τους αρχειομαρξιστές που στην Ελλάδα είχαν ως κύριο εκφραστή τους τον Μήτσο Γιωτόπουλο (πατέρα του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου που έχει καταδικαστεί για συμμετοχή στη 17Ν), συνελήφθη από το Μεταξικό καθεστώς και πριν ξεσπάσει ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος εξορίστηκε στη Γαλλία. Εκεί ανέπτυξε σπουδαία αντιστασιακή δράση ως σαμποτέρ και μεταπολεμικά τιμήθηκε και παρασημοφορήθηκε από το γαλλικό κράτος.
Η Λιάνα Βιτσώρη, καρπός του έρωτα της Νίτσας Τσαγανέα και του Γιώργου Βιτσώρη θα μεγαλώσει για να γίνει ποιήτρια. Ο γάμος τους, ωστόσο, δεν μακροημέρευσε διότι η Νίτσα γνώρισε έναν νεαρό γιατρό, αριστοκρατικής καταγωγής με εντυπωσιακό παράστημα.
Ένας συγκλονιστικός κόσμος συναισθημάτων καλύπτει τη ολοφάνερα σχέση αγάπης της Νίτσας Τσαγανέα και του Χρήστου Τσαγανέα, ο οποίος την ερωτεύεται αμέσως και παράφορα. Τόσο παράφορα που παρατάει την ιατρική για να γίνει ηθοποιός στο πλευρό της γυναίκας που αγαπά και η οικογένεια του τον αποκληρώνει και παύει να τον στηρίζει οικονομικά. Ο Χρήστος αναγκάζεται να ζει σε ένα πλοιάριο στο λιμάνι του Πειραιά και προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζειν, λαμβάνει μέρος σε παραστάσεις περιπλανώμενων θιάσων, τα μπουλούκια, που ήταν ιδιαίτερα υποτιμημένα εκείνη την εποχή.
Εκείνη, χωρίζει τον Γ. Βιτσώρη για να παντρευτεί τον άνδρα της ζωής της. Ο Τσαγανέας ήταν ο δεύτερος άνδρας στη ζωή της Νίτσας που εγκαταλείπει την ιατρική για να γίνει ηθοποιός! Αλλάζει το επίθετό της σε Νίτσα Τσαγανέα και με αυτό χτίζει το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας της, ενώ ο Χρήστος γίνεται γνωστός ως τρόφιμος του τρελοκομείου στο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» και γνωρίζει την αποθέωση στην ταινία «το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» με τον κλασικό πλέον ρόλο ως… «Βεβαίως βεβαίως»! Ο Τσαγανέας πλήρωσε το τίμημα της επιλογής του, καθώς οι γονείς του τον αποκλήρωσαν. Το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά, αλλά παρέμεινε αχώριστο μέχρι το 1977, οπότε ο ηθοποιός έφυγε από τη ζωή….
LifestyleΌλοι χειροκροτούν τον Λάκη Λαζόπουλο: Είπε με το «γάντι» όσα κανείς δεν τόλμησε για τη Ζήνα ΚουτσελίνηΕλλάδαΚαιρός: Θα πνιγούν στις πλημμύρες: Έρχεται σε 48 ώρες η βροχή όλου του έτους – Αuτές είναι οι περιοχές που θα «βυθιστούν» στο νερό
Ο Δημήτρης Χορν στάθηκε στο πλευρό της Νίτσας Τσαγανέα τόσο στις οικονομικές δυσκολίες όσο και ως ένας καλός φίλος. Παρέμεινε δραστήρια μέχρι μεγάλη ηλικία. Είχε περάσει τα 90 όταν ηχογράφησε ένα τραγούδι που έγραψε η εγγονή της Μαριαλένα, ενώ το 1996 δήλωνε ακόμη έτοιμη και γεμάτη όρεξη να εμφανιστεί ξανά στο θέατρο….
Στα χρόνια που η Νίτσα ήταν στο πλευρό του Βιτσώρη φαίνεται πως επηρεάστηκε πάρα πολύ από την πολιτική του δράση. Έτσι, αν και χωρισμένοι ήδη πολλά χρόνια, στη διάρκεια της κατοχής η Νίτσα Τσαγανέα εντάσσεται στις γραμμές του ΕΑΜ και συμμετέχει ενεργά στην εποποιία της Εθνικής Αντίστασης.
Μέλος του ΕΑΜ ήταν και ο άλλοτε αριστοκράτης Χρήστος Τσαγανέας. Το 1944, κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, μάλιστα, το όνομα του συνδέθηκε με τη φρικτή δολοφονία της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη από την ΟΠΛΑ (υπόθεση με την οποία θα ασχοληθούμε εκτενέστερα σε επόμενο αφιέρωμα).
Στις 20 Αυγούστου του 1940, ο Ραμόν Μερκαντέρ, Ισπανός κομμουνιστής, βετεράνος του εμφυλίου πολέμου και γιος της Ισπανίδας πράκτορος της NKVD Καριντάντ ντελ Ρίο Χερνάντεζ δολοφονεί τον Λέοντα Τρότσκι στο Μεξικό. Ο Μερκαντέρ ήταν ο «εκλεκτός» του σταλινικού καθεστώτος για τη δολοφονία του μεγάλου αντιπάλου του Στάλιν. Ο Μερκαντέρ πίστευε, όπως όλοι οι τότε πιστοί στη Σοβιετική Ένωση κομμουνιστές, ότι ο Τρότσκι ήταν προδότης του σοσιαλισμού και της πατρίδας, «ένα σκουλήκι που έχει πουληθεί στους φασίστες». Το σοκ για τους οπαδούς του Τρότσκι σε όλο τον κόσμο ήταν μεγάλο, ωστόσο, προσπάθησαν το σημαντικό αρχείο του να μην πέσει σε χέρια που δεν έπρεπε.
Σε ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας ο Βιτσώρης έρχεται σε επαφή με τη Νίτσα και τον Χρήστο Τσαγανέα και αν και γνωρίζει πως και οι δυο είναι μέλη του ΕΑΜ που είναι πιστό στο σταλινικό καθεστώς, τους ζητάει να κρατήσουν και να κρύψουν για όσο χρειαστεί το πολύτιμο αρχείο του Τρότσκι.
Το ζευγάρι δεν αρνήθηκε και βέβαια ούτε πρόδωσε την εμπιστοσύνη του Βιτσώρη. Το αρχείο για όσο καιρό έμεινε στην Ελλάδα κρύφτηκε από το ζεύγος Τσαγανέα κάτω από άκρα μυστικότητα χωρίς κανείς να μάθει το παραμικρό.
Η Νίτσα Τσαγανέα έφυγε από τη ζωή στις 30 Απριλίου του 2002 έχοντας κλείσει 100 χρόνια ζωής. Ετάφη δίπλα στην κόρη της, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών η οποία είχε φύγει από τη ζωή το 1997 σε ηλικία 73 ετών.
Τέλος, αν και πέρασε πολλά στη ζωή της έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα αφήνοντας πίσω της μεγάλη παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές ηθοποιών. Η ζωή της, όντας κινηματογραφική σε πολλά σημεία, αφήνει ιστορία μάθησης και έμπνευσης.
Περισσότερες Ειδήσεις σήμερα