Το παλιό ελληνικό νοικοκυριό ” της γιαγιάς ” έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές γεμάτο παράδοση και όσο κι αν τα χρόνια πέρασαν και ίσως λίγοι γνώρισαν ή θυμούνται τον οικιακό εξοπλισμό του παρελθόντος πριν η τεχνολογία εισβάλλει στη ζωή μας, οι μνήμες μένουν ανεξίτηλες. Έτσι ήταν το ελληνικό νοικοκυριό τα παλιά τα χρόνια. Οι δυνατές γυναίκες της “παλιάς” Ελλάδας έπρεπε να έχουν αξιοσημείωτη δύναμη προκειμένου να τα βγάλουν πέρα με τις δουλειές του σήμερα.
Βρυσούλα
Εγκατάσταση παροχής…τρεχούμενου νερού. Πλύσιμο πιάτων, χεριών, προσώπου, κλπ. με τη βρυσούλα γινόταν, που όμως χρειαζόταν συνεχώς να γεμίζει από τη στάμνα ή άλλο σκεύος.
Το “πλυντήριο” της γιαγιάς. Ξύλινη ή από λαμαρίνα. Μέσα, διάφορα βοηθητικά εργαλεία. Μπουγάδα με το χέρι και πράσινο ή άσπρο σαπούνι (δεν υπήρχαν άλλα απορρυπαντικά).
Από τις σκληρότερες δουλειές της νοικοκυράς που δεν είχε “δούλες” (έτσι έλεγαν τις οικιακές βοηθούς) ούτε “παραδουλεύτρες”. Συχνά η σκάφη χρησίμευε και ως μπανιέρα, μιά και τα περισσότερα σπίτια δεν διέθεταν τις σημερινές λουτρικές εγκαταστάσεις και το μπάνιο δεν ήταν και καθημερινή συνήθεια. Κάθε Σάββατο και αν… Να σας θυμίσουμε την έκφραση που εσείς παίρνατε, όταν σας έλεγε η μητέρα σας να βάλετε ένα ρούχο στη λεκάνη να το πλύνετε “μπαμ-μπαμ”? Ακριβώς!
Σίδερο με κάρβουνα. Πριν αποκτήσουν σύνδεση με το ηλεκτρικό δίκτυο (πολλές περιοχές συνδέθηκαν τη δεκαετία του 1970) δεν είχαν άλλο τρόπο να σιδερώνουν τα ρούχα οι νοικοκυρές, από το βαποράκι. Τα ξυλοκάρβουνα “χώνευαν” στο εσωτερικό του σκεύους και θέρμαιναν την πλάκα.
Ο πρόγονος του ψυγείου πάγου, το φανάρι έμοιαζε με το φανάρι που χρησιμοποιούσαν στα καΐκια, και όχι μόνο. Οι σίτες εμπόδιζαν τα έντομα να πλησιάσουν τα φαγητά και ο διερχόμενος αέρας δημιουργούσε κάπως καλύτερες συνθήκες διατήρησης, από τον στάσιμο αέρα του ντουλαπιού. Ο χρόνος διατήρησης δεν πρέπει να ξεπερνούσε τις μερικές ώρες, άντε ένα 24ωρο!
Το ψυγείο πάγου ήταν η επανάσταση! Παγοποιεία υπήρχαν πολλά (λίγα υπάρχουν ακόμη, αλλά για άλλους σκοπούς) σε όλη τη χώρα. Οι διανομείς γύριζαν με ένα φορτηγάκι ή καροτσάκι που έσπρωχναν με τα χέρια και άφηναν συνήθως ένα τέταρτο της κολώνας (τόσο χωρούσε). Το νερό έβγαινε παγωμένο από το ντεποζιτάκι που υπήρχε στο εσωτερικό τους, αλλά η θερμοκρασία στο θάλαμο δεν πρέπει να ήταν χαμηλότερη από 10-12 βαθμούς C, στη καλύτερη περίπτωση. Σίγουρα καμία σχέση με τα ψυγειάκια που τώρα εμείς παίρνουμε στην παραλία..
Εναλλακτικός τρόπος ψύξης του νερού. Πριν ακόμη την εμφάνιση του ψυγείου πάγου (αλλά και μετά) ήταν σε χρήση το Αιγινήτικο κανάτι, για να δίνει δροσερό νερό. Η μέθοδος βασίζεται στην αρχή της φυσικής, ότι όταν ένα υγρό εξατμίζεται, απορροφά θερμότητα.
Τα κανάτια ήταν από πορώδες υλικό (πηλό) που επέτρεπε μιά μικρή ποσότητα νερού να βγαίνει στην εξωτερική επιφάνεια του κανατιού. Ετσι, το κανάτι “ίδρωνε” και το τοποθετούσαν σε σημεία με ρεύμα αέρα (συνήθως στα πρεβάζια των παραθύρων). Ο αέρας προκαλούσε εξάτμιση και η εξάτμιση έριχνε τη θερμοκρασία στο εσωτερικό του και το νερό απλώς δρόσιζε κάπως, ώστε να πίνεται.
Lifestyle2 χρόνια μετά το χαμó του άντρα της: Νέο βήμα στη προσωπική ζωή της Δέσποινας Μοιραράκη, σuμφωνούν οι γιοι τηςΕλλάδαΣοκ – Έφυγε γνωστός Έλληνας τραγουδιστής πολύ νωρίς
Οπου δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, υπήρχαν οι λάμπες πετρελαίου. Σε μερικές ταβέρνες χρησιμοποιούσαν και λάμπες “Λουξ” που λειτουργούσαν με υγραέριο και έβγαζαν ένα πολύ λαμπρό φως (σήμερα τις χρησιμοποιούν στις ψαρόβαρκες γρι-γρι για να προσελκύουν τα ψάρια). Η λάμπα είχε το φυτίλι, του οποίου η μία άκρη ήταν βυθισμένη στο πετρέλαιο που βρισκόταν μέσα στο δοχείο.
Σηκώνοντας το φυτίλι με το χειρισμό μιά ροδέλλας δυνάμωνε η ένταση του φωτός, αλλά υπήρχε ο κίνδυνος να σπάσει το γυαλί από τη υψηλή θερμοκρασία. Πολλοί διαπρεπείς επιστήμονες των περασμένων γενιών διάβαζαν στο φως του πετρελαίου ή του κεριού, που τότε δεν ήταν αξεσουάρ πολυτελών εστιατορίων, αλλά αναγκαίο για το φωτισμό, είδος.
Το μαγείρεμα γινόταν με γκαζιέρες που έκαιγαν πετρέλαιο ή βενζίνη (σπανιότερα). Ηταν πολύπλοκα εργαλεία που οι νοικοκυρές ήταν απόλυτα εξοικειωμένες μαζί τους. Τρομπάριζαν αέρα μέσα στο δοχείο του καυσίμου, ώστε αυτό να ανεβαίνει στον καυστήρα. Συχνά βούλωναν και υπήρχαν ειδικά βελονάκια για το ξεβούλωμά τους.
Υπήρχαν και οι φουφούδες, μιά κατασκευή παρόμοια με το μαγκάλι, αλλά με σχάρα, για να τοποθετείται η κατσαρόλα. Ο καφές ή τα αφεψήματα ψήνονταν στα καμινέτα που έκαιγαν μπλε οινόπνευμα. Το γκαζάκι δεν υπήρχε τότε και μόνο τα σχετικά πλούσια νοικοκυριά είχαν σύνδεση με το φωταέριο. Πολυτέλεια ήταν και οι στόφες, οι κουζίνες με ξύλα που διέθεταν και φούρνο. Τα φουρνιστά τα έστελναν στο γειτονικό φούρνο που δούλευε σε φοβερούς ρυθμούς τις Κυριακές, που ο κόσμος έτρωγε κρέας ψητό, με μακαρόνια, κριθαράκι ή πατάτες.
Η θέρμανση του φτωχού…Μη φανταστείτε πως το μέσο σπίτι διέθετε κεντρική θέρμανση. Βέβαια και στα σημερινά που τη διαθέτουν, διακοσμητική είναι, αφού το πετρέλαιο έχει γίνει χρυσάφι! Πάντως η θέρμανση με μαγκάλι ήταν φτηνή, αλλά χωρίς μεγάλη εμβέλεια. Στη μέση του δωματίου έμπαινε το μαγκάλι με τα ξυλοκάρβουνα για αρχή και τον “πυρήνα” (μιά σκόνη από τα κουκούτσια της ελιάς). Δημιουργούσε χόβολη μέσα στην οποία έψηναν καφέ και επάνω από το μαγκάλι έψηναν κανά κοψίδι ή φέτες ψωμί.
Συχνά τα “αχώνευτα” ξυλοκάρβουνα καίγονταν ελλιπώς, με αποτέλεσμα την έκλυση CO (μονοξειδίου του άνθρακα) που σκότωνε ολόκληρες οικογένειες! Βέβαια υπήρχαν και οι ξυλόσομπες, οι σόμπες με κάρβουνα, καθώς και οι σόμπες πετρελαίου, αργότερα αυτές. Κεντρική θέρμανση διέθεταν τα πλουσιόσπιτα, αλλά καύσιμη ύλη ήταν το ξύλο ή το κάρβουνο και κάποιος (συνήθως το υπηρετικό προσωπικό) έπρεπε να κατεβαίνει κάθε τόσο στο υπόγειο, να τροφοδοτεί τη φωτιά. Υπήρχαν κι άλλες διαφορές στις ευκολίες, αλλά δεν έχει νόημα να μιλάμε π.χ. για ηλεκτρονικά και μέσα διασκέδασης, γιατί αυτά ήταν πολυτέλειες!
Όλα αυτά μπορεί να φαντάζουν πλέον μία ταινίες φαντασίας επιβίωσης, ιδιαίτερα με την τεχνολογία του σήμερα, παρόλα αυτά ήταν η τότε πραγματικότητα μίας “ξεχασμένης” Ελλάδας.
Περισσότερες Ειδήσεις σήμερα
Αδιανόητη τραγωδία: 32χρονη χτυπήθηκε από κεραυνό και πέθανε μπροστά στα μάτια του συζύγου της
Αμαλιάδα: Η Ειρήνη Μουρτζούκου το παραδέχτηκε – «Γνώρισα την Πισπιρίγκου σε..»