Γιώργος Καραμίχος: Ο γνωστός ηθοποιός έχει παίξει σε πολλές τηλεοπτικές επιτυχίες. Έγινε ευρέως γνωστός μέσα από τη συμμετοχή του στη σειρά του Χάρη Ρώμα “Το Καφέ της Χαράς” που προβαλλόταν μέσα από την τηλεόραση του ANT1. Ο ρόλος που ενσάρκωσε, ήταν αυτός του Άρη, του αναρχικού γιου του παππά. Ο Γιώργος Καραμίχος στη συνέχεια έφυγε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου είχε την ευκαιρία να διδάξει στην παγκοσμίου φήμης σχολή της Στέλα Άντλερ.
Εκεί κυνήγησε και την τύχη του στο Hollywood, συμμετέχοντας σε ορισμένες κινηματογραφικές παραγωγές. Τα τελευταία χρόνια έχει κάνει και δουλειές ως ηθοποιός στην τηλεόραση στην Ελλάδα, όπως πρωταγωνιστώντας στη σειρά του ANT1 “Ήλιος”, ενώ αυτήν την περίοδο δοκιμάζεται και ως παρουσιαστής του τηλεπαιχνιδιού γνώσεων “Πες την λέξη” στην ΕΡΤ1.
Γεννημένος στη Βέροια, στις 3 Ιανουαρίου 1974, πρώτα αποφοίτησε από το Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου και ύστερα από την Ανωτέρας Σχολής Δραματικής Τέχνης του Εθνικού Θεάτρου. Έχει παίξει σε παραστάσεις στο Εθνικό, σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές.
Αν και έχει δύο παιδιά, δεν έχει παντρευτεί με τις μητέρες τους. Για την οικογένειά του και συγκεκριμένα για τα παιδιά του, έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις του: “Στα 24 μου γεννήθηκε η κόρη μου. Δεν ξέρω πώς είναι να μην έχεις ευθύνες και υποχρεώσεις. H κόρη μου η οποία είναι 22 ετών, έχει πάει Πανεπιστήμιο τώρα και ζει στην Ολλανδία… Ο γιος μου είναι πλέον 7 ετών και πηγαίνει Α Δημοτικού. Ξεκίνησε σχολείο εδώ! Ο γιός μου αισθάνεται οικειότητα με την Ελλάδα γιατί έχει ξανάρθει. Περνάγαμε τα καλοκαίρια στην Ελλάδα! Έχει κάνει φίλους έχει εδώ ανθρώπους που αγαπάει. Έχει 3 νονούς!”
Η μητέρα του γιου του είναι από το Μεξικό και έχει μιλήσει σε συνέντευξή του για εκείνη: “Η Άλμα περνάει καλά στην Ελλάδα και ευτυχώς δουλεύει ηλεκτρονικά. Της άρεσε η Ελλάδα πάντα. Στην αρχή φρίκαρε λίγο, πως θα μάθει την γλώσσα αλλά τώρα είναι καλά. Μαγειρεύει ελληνικά φαγητά. Γιορτάσαμε το πρώτο σπανακόρυζο που έφτιαξε”.
Ο ηθοποιός έχει μιλήσει δημόσια και για ένα σοκαριστικό συμβάν από την παιδική του ηλικία: «Για έξι χρόνια, από Α’ γυμνασίου μέχρι Γ’ λυκείου δούλευα στο κρεοπωλείο του αδερφού της μητέρας μου. Αγάπησα τη δουλειά γιατί αγαπούσα τον θείο μου, ο οποίος δεν ήταν κρεοπώλης, ήταν… αρτίστας».
Για την εμπειρία του ως υπάλληλος σε κρεοπωλείο έχει πει: «Είχε ψύχωση με όλα, η μπριζόλα έπρεπε να είναι τέλεια, είχε μια αρτιότητα. Έμαθα αισθητική μέσα στο κρεοπωλείο. Αν η μπριζόλα ήταν πιο φαρδιά, όχι θα πάει για κιμά. Ήταν πολύ προσεκτικός με όλα, το κοτόπουλο πρέπει να είναι της ημέρας, δεύτερη μέρα δεν το πουλάμε, το δίνουμε στους φτωχούς. Και γι’ αυτό και δεν έβγαλε λεφτά, ο μόνος κρεοπώλης που δεν έβγαλε λεφτά. Και εκεί εγώ έγραψα και τα πρώτα μου ποιήματα. Η πρώτη μου ποιητική συλλογή γράφτηκε πίσω από τις αποδείξεις του κρεοπωλείου. Καμιά φορά, μετά από ώρες δουλειάς, όταν αισθανόμουν ότι ζαλιζόμουν, αυτό δεν το ξέρει κανείς, δάγκωνα σπλήνα ωμή για να φάω, για να πάρω δύναμη και να ξυπνήσω».
Ο ηθοποιός έχει αναφερθεί και στην ευκαιρία που του δόθηκε να διδάξει την τεχνική του στη σχολή Stella Adler: «Είναι βασισμένη σε αρχέτυπα ζώων. Είχε δημιουργηθεί στην Ελλάδα στο Θέατρο των Αλλαγών. Βρίσκεις τον ρόλο, αναλύεις την ιστορία του ρόλου, φτιάχνεις ένα συγκεκριμένο σώμα, με βάση 7 συγκεκριμένα κριτήρια αποφασίζεις τι ζώο είναι ο ο ρόλος και ουσιαστικά ποια είναι η οπτική του γωνία. Αν αποφασίσεις ότι εγώ είμαι λύκος, δουλεύεις στον συνδετικό ιστό του σώματος και λες ο λύκος τι κάνει, τα μάτια είναι πιο κλειστά, τα ρουθούνια πιο ανοικτά, αλλάζει η τοποθέτηση της φωνής κλπ και μεταμορφώνεσαι εκ των έσω, ενώ είσαι ο ίδιος».
Περιγράφοντας τα παιδικά του χρόνια, ο δημοφιλής ηθοποιός έχει πει: “Στην Βέροια γεννήθηκα. Εκεί τέλειωσα το σχολείο. Εκεί έπαιξα πρώτη φορά με την Μαρκέλα, την ξαδέλφη της μάνας μου κάτι παιδικά σκετς. Πρώτος ρόλος ένας σκύλος, ο Λουλούκος -κέρδισα βραβείο. Μου άρεσε αυτό που κάναμε κι έψαχνα τρόπο διαφυγής”.
Απαντώντας στην ερώτηση αν του άρεσε το σχολείο ή όχι, ο Γιώργος Καραμίχος λέει: “Μου άρεσε το σχολείο, ήταν κι αυτό μια διαφυγή. Η οικογένειά μου είχε ζώα και χωράφια γι΄ αυτό και μοιράζανε τον χρόνο μισό στους Γεωργιανούς, ένα χωριό έξω από την Βέροια, και μισό στην πόλη”.
Ακόμα, ο ηθοποιός έχει αποκαλύψει πως ως παιδί δούλευε και ως βοσκός, για να βοηθήσει την οικογένειά του: “Από τα έξι ως τα δώδεκα βαρούσα στο κουτάρι, όπως λέμε, έσπρωχνα δηλαδή τις κατσίκες για να πάνε να τις αρμέξει η μάνα κι ο πατέρας μου. Κάθε δεύτερη μέρα, βοσκούσα, εναλλάξ με τον αδελφό μου, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος. Στα δώδεκά μου πουλήσαμε τα κατσίκια και ανέλαβα το τρακτέρ, οδηγούσα μέσα από τα δρομάκια. Η πρώτη στάση ήταν στον στάβλο να μαζέψω κοπριά. Ξυπνούσα πεντέμισι το πρωί. Από την Α΄ Γυμνασίου κάθε Παρασκευή και Σάββατο δούλευα στο κρεοπωλείο του θείου μου του Νίκου».
Μέσα από τη ζωή στην επαρχεία, άρχισε να αποκτά και τη φιλοζωία που τον χαρακτηρίζει και σήμερα: “Αγαπούσα τα ζώα, μου άρεσαν και τα φυτά. Κατσίκι και αρνί έφαγα μεγάλος, δεν μπορούσα. Αλλά δεν έσφαξα ποτέ ζώο, ούτε ο θείος μου. Στο σπίτι τρώγαμε κρέας κάθε Κυριακή και αν… Τώρα το έχω κόψει σχεδόν, δεν το χρειαζόμαστε. Μεγάλωσα φτωχικά, ως πολύ φτωχικά. Παίρναμε μια μερέντα τον μήνα…”.
Όπως εξηγεί ο ηθοποιός, άρχισε να μελετά περισσότερο για να ξεφύγει από την επαρχεία: “Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν με έπαιρνε να συνεχίσω να ζω εκεί. Πήγαινα στην βιβλιοθήκη, διάβαζα, κάτι που με έκανε διαφορετικό στο χωριό. ‘Ερωτεύθηκα’ τους συγγραφείς. Διάβαζα ό,τι βιβλίο έβρισκα –έμαθα ακόμα και ιταλικά άνευ διδασκάλου. Στο Λύκειο ξεκίνησα να κάνω μοντέρνο χορό στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών της Βέροιας, αλλά το θεωρούσαν ψιλοντροπή όλο αυτό. Έπρεπε να βρω έναν πιο νόμιμο τρόπο για να φύγω. Έδωσα Πανελλήνιες, πέρασα στο Ιστορικό του Ιονίου Πανεπιστημίου και εγκαταστάθηκα στην Κέρκυρα. Η Κέρκυρα ήταν ένα άνοιγμα για μένα, αλλά πάλι ήταν επαρχία”.
Ο ταλαντούχος ηθοποιός, περιγράφοντας για το πώς ξεκίνησε να ασχολείται με την υποκριτική, λέει: «Πώς ασχολήθηκα με το θέατρο; Καταρχάς στην Γ΄ Λυκείου πήρα μέρος σε μια παράσταση, “Τα Παντρολογήματα” του Γκόγκολ και τρελάθηκα. Ύστερα, με το που πήγα στην Κέρκυρα, πήγα στην Κερκυραϊκή Σκηνή κι άρχισα να παίζω… Ήξερα πια ότι με αυτό ήθελα να ασχοληθώ. Δεν έκανα μεταπτυχιακό για να μπορέσω να κάνω θέατρο”.
Όπως συνεχίζει: “Την Αθήνα την ερωτεύθηκα όταν ήρθα για να μείνω. Την είχα επισκεφτεί ως φοιτητής, για να βοηθήσω την μητέρα της κόρης μου (δεν είχα ακόμα παιδί) που ήταν ζωγράφος. Είχα περάσει και από το Εθνικό για να πάρω πληροφορίες –γινόταν μια ακρόαση- μπήκα ήταν για την ‘Αντιγόνη’ του Βολανάκη. Μέσα ήταν και ο Διαγόρας Χρονόπουλος. Ετοίμαζε τους ‘Αχαρνής’ –και με πήρε”.
Σχετικά με την περίοδο που έγινε δεκτός στο Εθνικό Θέατρο, εξομολογείται: “Το ΄95 έδωσα εξετάσεις και μπήκα στο Εθνικό. Μόνος προετοιμάστηκα –έκανα όμως δύο μαθήματα με τον Άρη Ρέτσο. Το πρώτο καλοκαίρι έπαιξα τον Πυλάδη στην ‘Ηλέκτρα’ του Σοφοκλή που έκανε η Λυδία Κονιόρδου. Ακολούθησαν οι ‘Τρωάδες’ του Κακογιάννη, χοροθεάτρο, η ταινία του Καρκανεβάτου”.
Στην ερώτηση αν θεωρούσε τον εαυτό του ταλαντούχο, απαντάει: “Δεν αισθάνθηκα ότι είχα ταλέντο. Ήξερα ότι μου άρεσε πολύ και τώρα μπορώ να παραδεχτώ ότι ήμουν έξυπνος, είχα ένα είδος ευστροφίας, το οποίο ήταν τελικά απαραίτητο. Δεν ήμουν ο ταλαντούχος ηθοποιός. Θυμάμαι στην σχολή, την Αλεξία Καλτσίκη: Είχα πάθει σοκ όταν την πρωτοείδα…. Έτσι κι αλλιώς το ταλέντο δεν αρκεί, είναι ένα δωράκι, αλλά θέλει σκληρή δουλειά. Και κάτι ακόμα: Χρειάζεται το θείο δώρο της αμφισβήτησης. Αν δεν είσαι έξυπνος και δεν βάζεις μόνος σου εμπόδια για να δυσκολεύεις την δουλειά, πας στην πεπατημένη”.
Έπαιξε ρόλο η καλή εμφάνιση; “Σύμφωνα με τον Γιώργο Καραμίχο: «Η καλή εμφάνιση ήταν σχεδόν κάτι αρνητικό γιατί ενώ σου άνοιγε πόρτες ήταν πολύ δύσκολο να σε πάρουν στα σοβαρά. Υπήρχε ρατσισμός και από μεγαλύτερους συναδέλφους και από κριτικούς που έγραφαν ότι ‘είναι πολύ όμορφος για να είναι καλός ηθοποιός’. Μικρός ήμουν άσχημο παιδί. Όμορφος ήταν ο αδελφός και η αδελφή μου”.
Στη συνέχεια, όπως εξηγεί ο ίδιος: “Μετά τα 15-16 άρχισα να έχω αίσθηση του εαυτού μου, άρεσα αλλά όχι όσο θα ήθελα. Είχα τα θέματά μου: Ανασφάλεια, δειλία, τα οποία ως χωριάτης και βλάχος προσπαθούσα να καλύψω. Αλλά είχα και τα όριά μου. Επίτηδες υπονόμευσα τον εαυτό μου. Προτίμησα να κάνω Ρέππα-Παπαθανασίου στο Εθνικό με το ‘Ποια Ελένη’ κι ας τους υποτιμούσαν ακόμα ως εμπορικούς, ενώ είχα κάνει Αμόρε και Μουσούρη. Ούτε πήγα στον Βογιατζή εκείνη την χρονιά που είχα πρόταση. Οχι δεν μετάνιωσα, δεν έχω μετανιώσει για τίποτα στην ζωή μου”.
ΕλλάδαΣεισμός «ταρακούνησε» τη Θεσσαλονίκη – Πόσα Ρίχτερ, Χαλκιδική το επίκεντροLifestyle«Δεν μας άφησε να χαρούμε…» Σπαράζει καρδιές ο σύντροφος της Δώρας στο Αγρίνιο
Στις αρχές της καριέρας του, ο ίδιος δίσταζε να δουλέψει στην τηλεόραση: “Κι ενώ όταν ήμουν στο Εθνικό έλεγα ότι εγώ δεν θα κάνω ποτέ τηλεόραση, κατάλαβα μετά ότι ήταν φοβίες. Πρώτη μου δουλειά το “Φεύγα” της Μιρέλλας Παπαοικονόμου. Το ραντεβού μαζί της μου το έκλεισε ο κολλητός μου –έπρεπε να δουλέψω. Είχα κάνει μια εγχείρηση και μόλις είχα μάθει ότι ο πατέρας μου πούλησε το τρακτέρ του για να την πληρώσει…”.
Για τη συμμετοχή του στο “Καφέ της Χαράς” αποκαλύπτει: «Μετά από ενάμιση χρόνο ήρθε και το “Καφέ της Χαράς”: Ζήτησα ένα πολύ μεγάλο ποσό –έλεγα στον εαυτό μου ότι δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνω. Αλλά μου το έδωσαν. Κι αυτό μου ανέτρεψε εντελώς την άποψη, γιατί συνειδητοποίησα ότι αυτοί οι άνθρωποι εκτός από ταλέντο κάνουν αυτό που είναι η δουλειά μας, να επικοινωνούμε με τον κόσμο. Κι όχι να σνομπάρουμε, αλλά να προσπαθούμε εκ των έσω να ανεβάσουμε το επίπεδο του θεατή. Μπορεί κι εγώ να σνόμπαρα κάποιους αλλά προσπαθούσα να το αποφύγω. Μπορεί και να πήραν για λίγο τα μυαλά μου αέρα αλλά δεν προλάβαινα κιόλας. Δούλευα 20 ώρες το 24ωρο».
Για το πώς αποφάσισε να φύγει στις ΗΠΑ αναφέρει: “Η απόφασή μου να πάω στην Αμερική, δεν ήταν άλμα, πήγε βήμα-βήμα. Το 2005 πήγα πρώτη φορά για να μάθω να κλαίω –είχα στερέψει συναισθηματικά. Έκανα ιδιαίτερα με την μέθοδο της σχολής του Στράσμπεργκ για να συνδεθώ και πάλι συναισθηματικά με τον εαυτό μου. Ξαναπήγα το ‘12, όταν πήρα την υποτροφία Fullbright και πήγα στη σχολή της Στέλλα Αντλερ, σπουδαία εμπειρία. Είδα πώς δουλεύει μια σχολή. Ντρέπομαι για τις δικές μας, κακοποιούν τους ηθοποιούς. Στην Ελλάδα όλα τα κάνεις μόνος σου -αντιμετωπίζεις και την αγένεια”.
Συνεχίζει, μιλώντας για τα μαθήματα που δίδαξε: “Μόλις αποφοίτησα μου ζήτησαν να διδάξω και να εφαρμόσω την τεχνική μου στο αρχαίο δράμα, που ως τότε δεν είχε διδαχθεί –είχε προηγηθεί ένα σεμινάριο. Προστέθηκε κι ο Τσέχωφ και όταν έμεινε έγκυος η καθηγήτρια ιστορίας θεάτρου μου ζήτησαν να το αναλάβω. Αγγλικά ήξερα από το σχολείο. Μιλάω ακόμα γαλλικά, ισπανικά, λίγα ιταλικά, λίγα γερμανικά, λίγα τούρκικα και μπορώ να παίξω και στα ρώσικα, αν έχω το κείμενο γραμμένο. Και βλάχικα μιλάω, ελληνικά και βλάχικα”.
Οι γονείς του δε συμφωνούσαν για πολλά χρόνια με την επιλογή του να γίνει ηθοποιός: “Οι γονείς μου δεν ήθελαν καθόλου να γίνω ηθοποιός. Η μάνα μου έκλαιγε. Ντρεπόντουσαν. Με σύστηναν ως καθηγητή. Ακόμα και τώρα νομίζω ότι προτιμάει την καριέρα του αδελφού μου, που είναι στην στρατιωτική μουσική”.
Μάλιστα, έχει διηγηθεί και ένα αστείο περιστατικό ανάμεσα στη μητέρα του και τον σκηνοθέτη Κώστα Κουτσομύτη: “Θυμάμαι κάποια στιγμή, έκανα τα ‘Mατωμένα Χώματα’ του Κουτσομύτη κι έχουμε πάει Βέροια για γυρίσματα και έρχονται στο σπίτι ο Κουτσομύτης με την γυναίκα του. Η μάνα μου έχει μαγειρέψει. Κάποια στιγμή την ρώτησε ο Κουτσομύτης πως της φαίνεται που είμαι τόσο καλός ηθοποιός κλπ, κλπ, κι εκείνη του απάντησε ‘εγώ καθηγητής ήθελα να γίνει’ –κι είχαν περάσει ήδη δέκα πέντε χρόνια. Αλλά δεν έχω απαιτήσεις. Ο πατέρας μου έχει τελειώσει την Γ΄ Δημοτικού κι η μάνα μου την Ε΄. Δεν καταδικάζω τίποτα, τα συγχωρώ όλα. Είναι αλήθεια ότι όταν έγινα γνωστός άρχισε να τους αρέσει, αλλά για τους άλλους. Για μένα ήταν ντροπή. Ακόμα όμως κι αυτό ήταν ένα εμπόδιο για να σπάσω κάποιους φραγμούς”.
Όπως έχει επισημάνει ο ίδιος, σήμερα θέλει να μοιράζει τον χρόνο του και τη ζωή του ανάμεσα σε Ελλάδα και εξωτερικό: “Δεν έχω αποφασίσει να εγκατασταθώ πουθενά –είμαι στο Λος Αντζελες από το ΄13 και εκεί είναι η βάση μου. Περνάω όμως μεγάλα διαστήματα στην Ευρώπη, κυρίως στην Αγγλία. Στην Ελλάδα ήθελα να περνάω δύο με τέσσερις μήνες τουλάχιστον. Αλλά όχι δεν μου έλειψε από πλευράς δουλειάς. Δεν μου λείπει κάτι που δεν κάνω, αυτό είναι το χούι μου. Είναι τόσο διαφορετικά να δουλεύεις στο εξωτερικό. Σαν να συγκρίνεις Φεράρι με τρίκυκλο. Τώρα όμως που είμαι εδώ και δουλεύω είμαι πολύ χαρούμενος. Ήξερα πού ερχόμουν. Εκεί κυρίως σκηνοθετώ.”
Ο γνωστός ηθοποιός αποκαλύπτει τον κύριο λόγο που επέστρεψε στη χώρα μας: “Προτεραιότητα στην επιστροφή μου ήταν ο γιος μου. Δεν ήθελα να μεγαλώσει εκεί, είναι και τόσο κακό το φαγητό. Η μητέρα του είναι Μεξικάνα. Ο μικρός είναι ερωτευμένος με την Ελλάδα, δεν θέλει να φύγει ποτέ. Είμαι ευτυχισμένος που είμαι πίσω, δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει.”.
Για την υποδοχή που έχει δεχθεί από τον κόσμο λέει: “Οι άνθρωποι που με πλησιάζουν τώρα που επέστρεψα μου δείχνουν αγάπη και θαυμασμό. Θα υπάρχει και κάτι άλλο αλλά δεν αφήνω πια χώρο. Καταλαβαίνω όλες τις ανθρώπινες συμπεριφορές, αυτή είναι και η φύση της δουλειάς μου. Αντιπάθειες είχα, αλλά ήμουν και αντιπαθητικός. Τώρα πια έχω χαλαρώσει μέσα μου και δεν προσπαθώ να αποδείξω ότι είμαι καλός άνθρωπος, ξέρω ότι είμαι καλός άνθρωπος”.
Σύμφωνα με τον ίδιο, έχουν αλλάξει κάποια πράγματα στον τρόπο σκέψης του: “Δεν μου έλειψε καθόλου το να με αναγνωρίζουν, δεν μου έλειψε καθόλου να παίζω στο θέατρο, το χειροκρότημα, τα αυτόγραφα. Χαίρομαι όμως για την αγάπη που εισπράττω αλλά ξεκουράζομαι ότι δεν με ξέρει κανείς. Έχω αρχίσει να απολαμβάνω την μοναξιά μου, κάτι που παλαιότερα δεν άντεχα. Τώρα την επιζητώ”.
Καταλήγει, λέγοντας: “Αμφισβητούσα πάρα πολύ τον εαυτό μου -στην Ελλάδα μεγάλωσα, στην επαρχία. Όταν άρχισα να αποδέχομαι τα σκοτάδια μου, χαλάρωσα. Μόνος μου το έκανα αυτό, με άπειρους δασκάλους γύρω μου. Να ΄ναι καλά ο σκύλος μου, τα παιδάκια μου, οι φίλοι μου. Φίλους από τα παιδικά μου χρόνια δεν έχω, έχω ανθρώπους που αγαπώ στην Βέροια, φίλους από την Κέρκυρα και από τον χώρο. Στο Λος Αντζελες έκανα καρδιακούς, σαν οικογένεια –ήμουν τόσο μακριά”.
Όπως επισημαίνει ο ίδιος: «Είμαι μόνος μου πολύ καιρό. Εχω πολύ καιρό να ερωτευτώ. Θα το ήθελα, αλλά χρειάζονται δύο. Θα μπω σε σχέση τώρα μόνο αν αισθανθώ την οικειότητα. Αν δεν είσαι απόλυτα ειλικρινής δεν έχει νόημα η σχέση για μένα –έχω πια λιγότερη απόγνωση. Και να μπορείς να μοιράζεσαι –θεωρώ σημαντική την μοιρασιά”.
Παραδέχεται πως θα ήθελε να ερωτευτεί ξανά, αλλά ουσιαστικά: “Δεν έχω τα συναισθηματικά κενά και τις μελαγχολίες που είχα πιο μικρός. Λόγω των παιδιών άλλωστε μοιράζομαι την ζωή μου. Παλιά δεν ήταν έτσι, γι΄ αυτό και έπεσα με τα μούτρα σε απεγνωσμένους έρωτες, που μου έμαθαν βέβαια πολλά. Συχνά επικοινωνούμε μέσω του πόνου και έτσι αναγνωρίζουμε πράγματα, αλλά αυτό κάνει καλό στην δουλειά. Αλλά ναι, θα ήθελα να ερωτευτώ.. Να βρω σύντροφο ουσίας”.
Όπως παραδέχεται και ο ίδιος, ο ήρωας που ενσάρκωσε στην τηλεοπτική σειρά “Ήλιος” του άρεσε επειδή δυσκολευόταν να ελέγξει την προσωπική του ζωή: «Στις δουλειές με νοιάζουν οι συνεργάτες, κι αυτό ήταν εξασφαλισμένο από όλες τις πλευρές στον Antenna -και της παραγωγής και των τεχνικών και των συνεργατών, του σταθμού. Ολα αυτά τα χρόνια που λείπω είχα επαφή μαζί τους, μιλούσαμε για δουλειές. Στην σειρά μου άρεσε πολύ ο ρόλος του αστυνόμου Δημήτρη Λαϊνά –τον βλέπω να μην μπορεί να διαχειριστεί τον έρωτα…”
Τέλος, για τα συναισθήματα του από τότε που γύρισε στην Ελλάδα, εξομολογείται:“Είμαι καλά και ευτυχής. Έχει σταματήσει και ο επικριτικός νους, κι αυτό είναι από τα πρώτα που έμαθα στην Αμερική. Αν σταματήσεις να κρίνεις τους άλλους, αισθάνεσαι ότι θα κριθείς κι εσύ πιο χαλαρά. Ακριβώς το αντίθετο από αυτό που μας μάθαιναν εδώ –το κουτσομπολιό, τον ανταγωνισμό. Ό,τι είναι να κάνω θα το κάνω, αλλιώς θα το κάνει κάποιος άλλος, όχι όμως εις βάρος μου. Ουδείς εκών κακός. Ό,τι προβλήματα βλέπω ότι έχω στην ζωή μου καταλαβαίνω ότι από εμένα ξεκινάνε, επειδή εγώ αποσυνδέομαι από το εν δυνάμει μου. Όταν επαναφέρω τον εαυτό μου στο εν δυνάμει μου είμαι ευτυχισμένος. Κι αυτό είναι πια δέκα πέντε ώρες την ημέρα…”.
Ο Γιώργος Καραμίχος, πέρα από το τηλεπαιχνίδι που παρουσιάζει, φέτος χάρισε στο κοινό μια εκπληκτική ερμηνεία στο ρόλο του Μανώλη, στη σειρά-sequel του “Νησιού” και βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Βικτώριας Χίσλοπ, “Μία νύχτα του Αυγούστου”.
Κλείνοντας, ο Γιώργος Καραμίχος είναι ένας λατρεμένος ηθοποιός. Έγινε γνωστός από “Το καφέ της Χαράς” και από τότε μας έχει χαρίσει αμέτρητες επιτυχίες.
Περισσότερες Ειδήσεις σήμερα
Πέθανε τόσο νέος αγαπημένος Έλληνας ηθοποιός
Νεκρός αγαπημένος ηθοποιός, γιος θρύλου – Όλοι έχουμε δει τις εμβληματικές ταινίες του