Σαν σήμερα, στις 2 Νοεμβρίου 1960 έφυγε από τη ζωή συνεπεία καρδιακής προσβολής ο μέγας αρχιμουσικός Δημήτρης Μητρόπουλος, τη στιγμή που βρισκόταν πάνω στο πόντιουμ της Σκάλας του Mιλάνου, κατά τη διάρκεια δοκιμής μιας εκ των συμφωνιών του Γκούσταβ Μάλερ.
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος, τέκνο του εμπόρου Ιωάννη Μητρόπουλου και της οικοκυράς Αγγελικής Αναγνωστοπούλου, είχε γεννηθεί στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 1896.
Έλαβε καλή μόρφωση μέσα στο περιβάλλον της μεσοαστικής οικογενείας του και άρχισε να συνθέτει μουσική από νεαρή ηλικία (τα πρώτα έργα του χρονολογούνται από το 1911).
Ο Μητρόπουλος αποφοίτησε από το Βαρβάκειο Γυμνάσιο Αθηνών και ενεγράφη στο Ωδείο Aθηνών, όπου σπούδασε πιάνο και Ανώτερα Θεωρητικά. Πήρε δίπλωμα πιάνου το 1919 και συνέχισε τις σπουδές του ως υπότροφος του Ωδείου Aθηνών στις Bρυξέλλες.
Από το 1921 έως το 1924 εργάστηκε στην Kρατική Όπερα του Bερολίνου Unter den Linden. Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο Μητρόπουλος εγκατέλειψε τη σύνθεση και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη διεύθυνση ορχήστρας.
Στη λίστα των έργων του συμπεριλαμβάνονται 48 τίτλοι (έργα για ορχήστρα, μουσικής δωματίου, για πιάνο, για χορωδία, για τραγούδι και ορχήστρα, για τραγούδι και πιάνο, μία όπερα, σκηνική μουσική), ενώ στη συνθετική εργασία του πρέπει να προστεθούν πέντε μεταγραφές (τρεις για μεγάλη ορχήστρα, μία για ορχήστρα εγχόρδων και μία για βιολί και πιάνο) και τέσσερις προσαρμογές για ορχήστρα εγχόρδων.
Ο Μητρόπουλος ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως διευθυντής ορχήστρας στην Aθήνα, αρχής γενομένης από το 1924 με τη Συμφωνική Oρχήστρα του Eλληνικού Ωδείου.
Το 1930 πραγματοποίησε την πρώτη εμφάνισή του στο εξωτερικό, με την τριπλή ιδιότητα του μαέστρου, του πιανίστα και του συνθέτη, ως προσκεκλημένος της Φιλαρμονικής Oρχήστρας του Bερολίνου.
Ακολούθησαν εμφανίσεις του με τη Γαλλική Oρχήστρα του Παρισιού, τη Συμφωνική Oρχήστρα της Aκαδημίας της Σάντα Tσετσίλια, την Kρατική Φιλαρμονική της Mόσχας, την Kρατική Φιλαρμονική του Λένινγκραντ, την Oρχήστρα του Θεάτρου της Σκάλας του Mιλάνου κ.ά.
Το 1936 μετέβη πρώτη φορά στις HΠA, όπου διηύθυνε τη Συμφωνική Oρχήστρα της Bοστώνης. Η όλη πορεία του Μητρόπουλου στις ΗΠΑ υπήρξε ομολογουμένως λαμπρή. Ενδεικτικώς αναφέρουμε ότι διετέλεσε μόνιμος αρχιμουσικός της Συμφωνικής Ορχήστρας της Μινεάπολης, αρχιμουσικός και καλλιτεχνικός διευθυντής του Μουσικού Οργανισμού Robin Hood Dell (θερινές συναυλίες της Φιλαρμονικής της Φιλαδέλφειας), αρχιμουσικός και καλλιτεχνικός διευθυντής της Φιλαρμονικής της Nέας Yόρκης (1951-1957).
Σημαντικές στιγμές στη σπουδαία μουσική καριέρα του Μητρόπουλου υπήρξαν το ντεμπούτο του ως μαέστρου όπερας θεατρικής παράστασης το 1950 (Μουσικός Μάιος Φλωρεντίας), η πρώτη εμφάνισή του στο Θέατρο της Σκάλας του Μιλάνου το 1952, οι εμφανίσεις του στη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης από τη σεζόν 1954-1955.
Εξάλλου, από το 1950 και μετά, κάθε χρόνο, ο Μητρόπουλος ταξίδευε στην Ευρώπη και συμμετείχε, ως επικεφαλής της ορχήστρας του ή ως προσκεκλημένος μαέστρος, στις κορυφαίες μουσικές εκδηλώσεις (Φεστιβάλ Σάλτσμπουργκ, Φεστιβάλ Aθηνών, Φεστιβάλ Σύγχρονης Mουσικής Bενετίας, Mουσικός Mάιος Φλωρεντίας κ.ά.).
Επίσης, διηύθυνε παραστάσεις όπερας σε φημισμένα λυρικά θέατρα και έδινε συμφωνικές συναυλίες με τις σημαντικότερες ορχήστρες.
Συνολικά, κατά τη διάρκεια της πλούσιας καριέρας του, από το 1924 έως το 1960, ο Μητρόπουλος διηύθυνε 45 ορχήστρες στην Ευρώπη και στην Αμερική, ενώ ανέβηκε στο πόντιουμ περισσότερες από 2.500 φορές, για να διευθύνει συμφωνικές συναυλίες και παραστάσεις όπερας ή για να συμπράξει σε συναυλίες μουσικής δωματίου.
Στο τεύχος του «Ταχυδρόμου» που είχε κυκλοφορήσει τρεις μόλις ημέρες μετά το θάνατο του Δημήτρη Μητρόπουλου, το Σάββατο 5 Νοεμβρίου 1960, υπήρχε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για τον εκλιπόντα αρχιμουσικό, που έφερε τον τίτλο «Ο μαέστρος πέθανε».
Το εν λόγω δημοσίευμα περιελάμβανε ένα έξοχο εισαγωγικό κείμενο για την προσωπικότητα του Μητρόπουλου, καθώς και τη μαρτυρία του καταξιωμένου δημοσιογράφου (καλλιτεχνικού συντάκτη) Γιώργου Πηλιχού (1929-2003) για τον εκλιπόντα μεγάλο μαέστρο, τον οποίον είχε την τύχη να γνωρίζει προσωπικώς.
Στο εισαγωγικό σημείωμα του «Ταχυδρόμου» αναφέρονταν τα ακόλουθα:
LifestyleΑννίτα Πάνια: «Γι’ αuτο έκανα παιδί με τον Καρβέλα, υπάρχει πρόβλημα ο άνθρωπος… δεν είναι πολύ καλά!»Lifestyle“Αυτή είναι 68 και αυτος…” Μαρία Τζομπανάκη: Αυτός είναι ο γοητευτικός και νεότερος σύζυγός της – «Δε θα μπορούσα με άντρα μεγαλύτερο»
Ο άνθρωπος που σωριάσθηκε νεκρός την περασμένη Τετάρτη μπροστά στους μουσικούς της Σκάλας του Μιλάνου θα μπορούσε, αν ήθελε, να έχη παρατείνει τη ζωή του. Θα μπορούσε νάχη διαλέξει τη θεμιτή λύση του αποτραβηγμένου γέροντα που προσέχει τη ραγισμένη καρδιά του (σ.σ. είχαν προηγηθεί δύο καρδιακά επεισόδια, το 1952 και το 1959) και ζη με τις αναμνήσεις μιας ένδοξης καριέρας. Αλλά μια τέτοια φρονιμάδα ο Δημήτρης Μητρόπουλος θα την θεωρούσε σαν απαράδεκτη συνθηκολόγηση. Κάτι παραπάνω: σαν έναν εκούσιο θάνατο. Γιατί γι’ αυτόν ζωή δεν εσήμαινε διατήρηση, εσήμαινε δράση. «Αναδημιουργό» ωνόμαζε τον εαυτό του από τότε που είχε αποφασίσει να εγκαταλείψη τη σύνθεση και ν’ αφοσιωθή στην ερμηνεία. Όσοι όμως ευτύχησαν να τον ακούσουν ξέρουν ότι ο χαρακτηρισμός του δημιουργού τού ταίριαζε πέρα για πέρα. Γιατί τι άλλο είναι αυτός που αποκαλύπτει τις αφανέρωτες αρετές ενός έργου, που καταφέρνει να δώση έναν παρθενικό παλμό σε χιλιοακουσμένες συμφωνίες και ξαναβρίσκει το βαθύ σκίρτημα της μουσικής γένεσης διευθύνοντας το έργο ενός άλλου;
Το αδιάκοπο κυνήγημα της τελειότητας ήταν η ακοίμητη έγνοια του. Αυτή που κάνει το πνεύμα ν’ αστράφτη. Αυτή που καίει το κορμί. Και φτάνοντας στις ανυπέρβλητες εκτελέσεις, που τον έκαναν ίνδαλμα του κοινού, μετατόπιζε ακόμα μακρύτερα τις απαιτήσεις που είχε από τον εαυτό του κι’ από τους άλλους. Έτσι ξόδεψε, αφιλόκερδα, γενναιόψυχα, τις τελευταίες του δυνάμεις.
Κι’ όταν κεραυνοβολήθηκε πάνω στο αναλόγιο, στην αρχή της τελευταίας του δοκιμής, τα νευρώδη, πλαστικά του χέρια, που μεταμόρφωναν τους ήχους, δεν μπόρεσαν να προλάβουν τη στριγγή παραφωνία του θανάτου.
Ο Πηλιχός πάλι έγραφε, μεταξύ πολλών άλλων, τα εξής:
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος πέθανε! Πέθανε όπως ακριβώς ήθελε να πεθάνη: πάνω στο πόντιουμ, όρθιος, με την μπαγκέττα στο χέρι, αντίκρυ σε έγχορδα, πνευστά και κρουστά όργανα. Έλληνας, επιθυμούσε έναν ηρωικό θάνατο. Ένα θάνατο πάνω στις επάλξεις της Τέχνης και όχι ένα θάνατο πάνω σε κρεβάτι νοσοκομείου. Έτσι ακριβώς έγινε. Λίγο πριν σημάνη 12 μεσημέρι, την περασμένη Τετάρτη, ο θάνατος πήγε και τον συνάντησε μέσα στο μεγαλύτερο λυρικό θέατρο του κόσμου, στην Σκάλα του Μιλάνου, όπου ο μεγάλος μαέστρος προβάριζε με την ορχήστρα του θεάτρου ένα από τα πιο αγαπημένα του έργα: την 3η Συμφωνία του Μάλερ. Τον σημάδεψε ο θάνατος ίσα στην καρδιά του, την στιγμή που ο Έλληνας αρχιμουσικός ύψωνε τα χέρια για να ερμηνεύση το δυνατό σημείο από το «αλλέγκρο» του έργου. Τα υψωμένα χέρια ύστερα από δύο δευτερόλεπτα λύγισαν χωρίς να πρέπει, ενώ την ίδια στιγμή οι μουσικοί της ορχήστρας σηκώθηκαν όρθιοι, και πριν προλάβουν να αγγίξουν τον μαέστρο τους τον έβλεπαν να χάνη την ισορροπία του και να πέφτη κάτω απ’ το πόντιουμ θανάσιμα χτυπημένος. Όταν οι μουσικοί —τα παιδιά του— έτρεξαν να τον σηκώσουν, εκείνος μ’ ένα αιμάτωμα στο σαγόνι και μ’ ένα σχίσιμο στο αριστερό του φρύδι ήταν ήδη νεκρός!
Ίσως βρεθούν πολλοί να πουν ότι ο Μητρόπουλος, ξέροντας ότι είναι άρρωστος από την καρδιά του και επιμένοντας να διευθύνη, επιζητούσε τον θάνατο, περιφρονώντας την ζωή. Όχι, ο Μητρόπουλος δεν περιφρονούσε την ζωή. Μπορεί να του άρεσε η μόνωση, αλλά αγαπούσε όσο ίσως κανείς άλλος την ζωή. Ο ίδιος, όταν τα τελευταία χρόνια είχα την σπάνια τύχη να τον συναντήσω εδώ και στο εξωτερικό αρκετές φορές, μου είχε επανειλημμένως εκφράσει την αγάπη του για την ζωή. Την πρώτη φορά που τον συνάντησα, στα μέσα Ιουνίου του 1957 στην Φλωρεντία, ύστερα από την θριαμβευτική πρεμιέρα τού «Ερνάνη» (σ.σ. όπερας του Βέρντι) στο «Τεάτρο Κουμουνάλε», καθώς υπέγραφε αυτόγραφα σε εκατοντάδες θαυμαστών του που τον περίμεναν στην πλαγία έξοδο του θεάτρου, και τον ρώτησα μετά αν αισθανόταν κουρασμένος, εκείνος χαμογελαστός μού απάντησε:
«Ναι, είμαι κουρασμένος. Αλλά ακριβώς αυτή η κούραση μού δίνει την αίσθηση ότι ζω και συγχρόνως την αφορμή να ανανεωθώ».
Εκτός από τον κινηματογράφο, ο Μητρόπουλος ευχαριστιόταν και με πολλά άλλα απλά πράγματα: κάπνιζε αδιάκοπα, από τα φαγητά είχε αδυναμία ιδιαίτερη στον μουσακά, τα φασόλια και το γιαούρτι, έτρωγε πολλά φρούτα. Επίσης πάντα έκλεβε λίγον καιρό από τις επαγγελματικές ασχολίες του για να διαβάση φιλοσοφικά βιβλία, αλλά και λογοτεχνικά. Θαύμαζε τον Καζαντζάκη, κι’ απ’ τα έργα του προτιμούσε τον «Φτωχούλη του Θεού».
Στο βάθος ήταν ένας ασκητής, αφιερωμένος με πάθος στην τέχνη της μουσικής. Ήταν ακόμα ένας άνθρωπος γεμάτος αισθήματα αγάπης για τον διπλανό του και ένας αδιόρθωτος εραστής της φύσεως. Από πολύ νέος σκαρφάλωνε σε ψηλές βουνοκορφές, απ’ όπου, όπως ο ίδιος έλεγε, μπορεί ο άνθρωπος ναρθή πιο κοντά στον Θεό. Η αδυναμία του για την ορειβασία τού άφησε μια συνήθεια που χαρακτήριζε την εμφάνισή του: τα πολύ φαρδιά παπούτσια.
«Η συνήθειά μου να φοράω πάντα φαρδιά παπούτσια», μου εξομολογήθηκε κάποτε, «ξεκινάει από την εποχή της νιότης μου, τότε που φανατικός ορειβάτης σκαρφάλωνα στα βουνά με τις φαρδιές ορειβατικές αρβύλες. Σήμερα εξακολουθώ να φοράω φαρδιά παπούτσια, γιατί τα βρίσκω ξεκούραστα και ακόμη γιατί μπορώ μ’ αυτά να πατάω πιο στέρεα πάνω στο πόντιουμ όταν διευθύνω».
Αλλά να που για μια φορά, το μεσημέρι της περασμένης Τετάρτης, δεν μπόρεσαν τα φαρδιά παπούτσια να κρατήσουν όρθιο τον Δημήτρη Μητρόπουλο. Ο θάνατος ήταν έξω από τους υπολογισμούς του μεγάλου και αλησμόνητου Έλληνα μαέστρου.
*Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Δημήτρης Μητρόπουλος το 1935. Η αφιερωμένη από τον ίδιον στον «αδελφό» του Μήτσο (Δημήτρη) Ροντήρη φωτογραφία προέρχεται από τον «Ταχυδρόμο» που είχε κυκλοφορήσει στις 14 Φεβρουαρίου 1985.
Περισσότερες Ειδήσεις σήμερα