Ο Αλέκος Τζανετάκος είναι γνωστός ως ο καρπαζοεισπράκτορας του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Είναι ο ταλαντούχος δευτεραγωνιστής που θαύμασαν και αγάπησαν όλοι. Γεννήθηκε στις 21 Μαΐου 1937 και έβαλε το δικό του λιθαράκι στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Έτσι, αποτελεί σίγουρα ένα σημαντικό σημείο αναφοράς τόσο για τις παλαιότερες όσο και για τις νεότερες γενιές. Τόσο η ζωή του όσο και οι ταινίες του έχουν μεγάλο ενδιαφέρον.
Περίπου στα μισά του 1950 ξεκίνησε τις εμφανίσεις στο θέατρο, ενώ το 1956 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Μεγάλη Οθόνη, συμμετέχοντας στην κωμωδία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Η αρπαγή της Περσεφόνης».
Καθοριστική χρονολογία υπήρξε το έτος 1957. Τότε έγινε ευρύτερα γνωστός στο θεατρικό κοινό μέσα από το «Οι δικοί μας άνθρωποι» του θιάσου του Αλέκου Σακελλάριου και του Χρήστου Γιαννακόπουλου, ενώ 4-5 χρόνια αργότερα επέστη ο καιρός για να εξελιχθεί σε σταρ (σχεδόν) πρώτου μεγέθους: η Φίνος Φιλμ του προσέφερε συμβόλαιο συνεργασίας και η παρουσία του σε πασίγνωστες ταινίες (όπως, φερ’ ειπείν, το «Ο Ηλίας του 16ου» ή το «Μερικοί το προτιμούν κρύο») του έδωσε τη δυνατότητα ν’ αφήσει οριστικά και αμετάκλητα πίσω του την ανέχεια.
Μπορεί, όμως, η καριέρα του να πήγαινε από το καλό στο καλύτερο, αλλά το γεγονός πως ο Φίνος δεν τον χρησιμοποίησε ποτέ σε πρωταγωνιστικό ρόλο τον στενοχώρησε βαθύτατα. Γι’ αυτό, πήρε την απόφαση να μετακομίσει στην Καραγιάννης-Καρατζόπουλος (την έτερη μεγάλη εταιρία παραγωγής ταινιών), όπου και του δόθηκε η ευκαιρία να είναι το πρώτο όνομα την εποχή της βιντεοκασέτας.
Κατά τη διάρκεια της ενεργούς πορείας του στα μεγάλα φώτα έγραψε ιστορία και με την παρουσία του στο «Ο τρελός του Λούνα Παρκ» (1969-1970), όταν και πρωταγωνίστησε στο πλάι του Θανάση Βέγγου, «γράφοντας» μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στα χρονικά.
Η οικογένεια από την οποίο καταγόταν ο Αλέκος Τζανετάκης ήταν μια πενταμελής οικογένεια. Ο ίδιος -γεννημένος το 1937 στα Μανιάτικα του Πειραιά- ήταν το μοναδικό αγόρι. Τα παιδιά του χρόνια σημαδεύτηκαν από «ανηλεή» φτώχεια, με τον ίδιο να τονίζει, ενθυμούμενος τα νιάτα του, πως «Ξεκίνησα να δουλεύω από πολύ μικρός, κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά. Σφουγγαρίκι στις αυλές και στα πεζοδρόμια των πλουσίων. Δεν ντρεπόμουν, αλλά ποτέ δεν ζητιάνεψα…».
Το μέγεθος της κακής οικονομικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν φαίνεται από το γεγονός ότι «Περιμέναμε πώς και πώς να έρθει η Κυριακή για να φάμε κρέας με μακαρόνια. Τις άλλες μέρες θυμάμαι τη μάνα μου να βρέχει μια μικρή φέτα ψωμί και να την πασπαλίζει με λίγη ζάχαρη».
Τελικά η Τέχνη και το θέατρο ήταν λύση για την άσχημη οικονομική του κατάσταση: όταν ο ίδιος βρισκόταν στην εφηβεία είδε τις 2 από τις 4 αδερφές του- τις επονομαζόμενες «Τζάνετ Σίστερς»- να σημειώνουν αξιόλογη επιτυχία ως μουσικοχορευτικό ντουέτο και αποφάσισε και ο ίδιος, λαμβάνοντας υπόψη και τις απολαβές των συγγενών του, ν’ ακολουθήσει τα βήματά τους.
Ωστόσο, ο Τζανετάκος επέλεξε να γίνει ηθοποιός. Έτσι, φοίτησε στη Σχολή Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, πριν «περάσει», μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, και από την κινηματογραφική σχολή του Λυκούργου Σταυράκου, απ’ όπου αποφοίτησε με άριστα.
Μετά…
ΕλλάδαΡαγδαίες εξελίξεις με την Ειρήνη Μουρτζούκου και τη δικηγόρο τηςLifestyleΟ γάμος που κράτησε δέκα μέρες: Αυτή είναι η πασίγνωστη τραγουδίστρια που ήταν παντρεμένος ο Νίκος Μάνεσης
Μετά είχε φτάσει η στιγμή για την επιδρομή στο πανί.
Α, ναι: και την εκτόξευση στ’ αστέρια.
Όπως είνια πολύ γνωστό, το χέρι του Κωνσταντάρα άπειρες φορές έχει προσγειωθεί στο σβέρκο του Τζανετάκου! Έπειτα, έρχεται το μοιραίο: σλατς! «Ρε Λάμπρο, δεν μπορείς να βάζεις λιγότερη δύναμη;», ρωτάει αυτός που… υποδέχτηκε το χαστούκι. Έπειτα, όπως πάντα, γέλια- το κοινό στο θέατρο έχει λυθεί και οι πιθανότητες να βρει λίαν συντόμως την αυτοκυριαρχία του είναι λιγότερες κι από το να γίνει η δραχμή ο μπαμπάς του δολαρίου.
«Οι καρπαζιές που έτρωγα βροχή στις ταινίες ήταν αληθινές, ο σβέρκος μου το ξέρει! Στην ταινία σφαλιάρες, το ίδιο και στο θέατρο, δύο παραστάσεις, έτρωγα ξύλο από τις έξι το πρωί μέχρι τη μία τη νύχτα. Κάποτε παίζαμε στο θέατρο με τον Λάμπρο τον Κωνσταντάρα, αυτόν τον πρίγκιπα του θεάτρου, που μου είχε κουδουνίσει το μυαλό με τη χερούκλα του…», θα δήλωνε χρόνια αργότερα σε μια συνέντευξή του, λύνοντας το απόλυτο μυστήριο που συμπυκνωνόταν στην πρόταση «Μα δεν μπορεί όλες οι σφαλιάρες να είναι κανονικές! Κανείς δε θ’ άντεχε τόσο ξύλο».
Κανείς, πλην αυτού, δηλαδή.
Πλην του Αλέκου Τζανετάκου…
Αηδίασα, με το θέατρο, όπως σχολίασε ο ίδιος- από το star system που αναπτυσσόταν στην Ελλάδα, άρχισε ν’ αποτραβιέται από τη δημοσιότητα, ιδρύοντας το 1985 το δικό του θίασο, με τον οποίον ανέβασε παραστάσεις εντός των συνόρων αλλά και στο εξωτερικό, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές.
Το παιδί της φάπας ήταν το χαρακτηριστικό του στους ρόλους όπως και αυτού του ανεπρόκοπου και χαραμοφάη γιου, τον οποίον καταχέριζαν ο Βουτσάς, ο Κωνσταντάρας και ο Παπαγιαννόπουλος, αγαπήθηκε παράφορα από το ελληνικό κοινό, κι ας ήταν, κατά βάση, δευτεραγωνιστής.
Όπως φάνηκε δεν χρειάστηκε παραπάνω για να λάμψει και να αφήσει κι αυτός το δικό του λιθαράκι στον ελληνικό κινηματογράφο της χρυσής εποχής.
Ο Αλέκος Τζανετάκος είναι ένας καταξιωμένος ηθοποιός που προσέφερε πολλά στον ελληνικό κινηματογράφο. Μέσα από τους ρόλους του έκανε τον κόσμο να γελάει και να περνάει όμορφα.
Περισσότερες Ειδήσεις σήμερα