Η Ζωή Λάσκαρη, υπήρξε μια από τις πιο εμβληματικές φιγούρες του ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου. Άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της στην ελληνική καλλιτεχνική σκηνή με την απαράμιλλη ομορφιά της, το ξεχωριστό στυλ της και την ατρόμητη προσωπικότητά της. Η ζωή της, από τα δύσκολα παιδικά χρόνια μέχρι τις κορυφαίες στιγμές της καριέρας της, μοιάζει με παραμύθι γεμάτο αντιφάσεις, επιτυχίες και μεγάλες αγάπες.
Γελούσε δυνατά, μιλούσε απλά και είχε πάντα το δικό της στυλ. Ωραία και μοιραία γυναίκα, η τελευταία αληθινή Ελληνίδα σταρ κατά πολλούς, αν και δεν δέχτηκε ποτέ αυτόν τον χαρακτηρισμό, αφού προτιμούσε να είναι η «Ζωίτσα» για τους δικούς της ανθρώπους. Την Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017, μερικοί είπαν πως η Ζωή Λάσκαρη «έσβησε» στα 73 της. Οι αληθινοί μύθοι όμως, δεν σβήνουν ποτέ…
Για χάρη της ο Τόλης Βοσκόπουλος τραγουδούσε «ξανθή αγαπημένη Παναγιά», ο Φαίδων Γεωργίτσης ξύρισε το μουστάκι του και δεκάδες μνηστήρες ξημεροβραδιάζονταν στα σκαλοπάτια της, έχοντας ως μαξιλάρι τις ταινίες της. Αντιφατική, ελεύθερη και πάνω απ’ όλη τολμηρή, η Ζωή Λάσκαρη ζούσε έξω από στεγανά και περιορισμούς. Δεν ήταν τυχαίο που φωτογραφήθηκε γυμνή για το Playboy σε ηλικία 40 ετών πάνω στα αρχαία της Δήλου -η πρώτη Ελληνίδα πρωταγωνίστρια που τόλμησε κάτι τέτοιο- σημειώνοντας ρεκόρ πωλήσεων.
Ήταν η κλασική Τοξότης που ζούσε ελεύθερα και αγαπούσε κάθε τι το διαφορετικό, γι’ αυτό και έχουν δίκιο όσοι λένε πως ο καλλιτεχνικός κόσμος είναι φτωχότερος εδώ και εφτά χρόνια. Όταν δηλαδή η κόρη της Μάρθα Κουτουμάνου τη βρήκε στο κρεβάτι της να μην αναπνέει και φώναξε τον οικογενειακό γιατρό, ο οποίος απλά επιβεβαίωσε το θάνατό της. Η Ζωή «έφυγε» όπως ήθελε: ήσυχα και ανάμεσα στους αγαπημένους της ανθρώπους. Πριν φύγει όμως άφησε κληρονομιά εκατοντάδες αξέχαστες στιγμές, ατάκες και φαρδιά-πλατιά την υπογραφή της στην ιστορία του θεάματος.
Πολλοί παρομοιάζουν τη ζωή της με παραμύθι, αν και το ξεκίνημά της παραπέμπει περισσότερο σε εφιάλτη. Γεννημένη στις 12 Δεκεμβρίου του 1944 στη Θεσσαλονίκη, ως Ζωή Κουρούκλη δεν πρόλαβε να γνωρίσει τους γονείς της καθώς ο πατέρας της, ανθυπολοχαγός Δημήτριος Κουρούκλης, δολοφονήθηκε από αντάρτες, όταν εκείνη ήταν μόλις 8 μηνών, ενώ «έχασε» τη μητέρα της 7 χρόνια αργότερα από ανακοπή καρδιάς.
Μεγάλωσε με τον παππού της και τη γιαγιά της στην ίδια γειτονιά με τον Κώστα Βουτσά και τη Ζωζώ Σαπουντζάκη, ενώ πέρα από εκείνους και τους θείους της είχε ως πατρική φιγούρα τον Φιλοποίμην Φίνο της Finos Film. Εκείνος την είχε ξεχωρίσει ανάμεσα σε δεκάδες άλλες ηθοποιούς με την πρώτη ματιά και τα αισθήματα ήταν αμοιβαία, με τη Ζωή Λάσκαρη να εκφράζει ανοιχτά την εκτίμησή της προς το πρόσωπό του και να αποκαλύπτει σε πρόσφατη συνέντευξή της: «Ήθελε να με υιοθετήσει. Εγώ δεν ήθελα, αλλά τον αγαπούσα και τον θεωρούσα σαν πατέρα μου».
Παρά τις δυσκολίες που πέρασε σαν παιδί, δεν το έβαλε ποτέ και πάλεψε με όπλο όσα της έδωσε η φύση: Απαράμιλλη ομορφιά και αναλογίες μοντέλου (90-60-90). Χωρίς να διστάζει έλαβε μέρος στα καλλιστεία με το ψευδώνυμο «Αμαρυλλίς» σε ηλικία μόλις 15 ετών και φορώντας την κορδέλα με το νούμερο 12. Όπως παραδέχτηκε σε παλαιότερη συνέντευξή της, δήλωσε ψεύτικη ηλικία και «μεγάλωσε» τον εαυτό της κατά 2 χρόνια, μία «παρέμβαση» που έμεινε στην ιστορία, καθώς δημοσιεύτηκε από την «Απογευματινή», διοργανώτρια τότε των καλλιστείων. Έκτοτε η Ζωή Λάσκαρη προσπάθησε πολλάκις να διορθώσει αυτή τη… ζαβολιά λέγοντας ανοιχτά την πραγματική της ηλικία όποτε της δινόταν η ευκαιρία.
Το 1959 κέρδισε το στέμμα της ωραιότερης γυναίκας στην Ελλάδα και ταξίδεψε στην Αμερική για να διαγωνιστεί στον παγκόσμιο διαγωνισμό ομορφιάς στο Λονγκ Μπιτς της Νέας Υόρκης. Αν και δεν κέρδισε κάποιον τίτλο εκεί, έζησε για δεκαοχτώ μήνες και έκλεισε τις πρώτες της δουλειές στο Λος Άντζελες, ως υπάλληλος σε κατάστημα για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, ενώ παράλληλα έκανε διαφημιστικά και προσπαθούσε να μπει στον μαγικό κόσμο του Χόλιγουντ. Αυτό ήταν και το όνειρό της, ένα όνειρο που δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, αλλά που πήρε σάρκα και οστά με την επιστροφή της στην Ελλάδα και την ευκαιρία που της έδωσε ο «πατέρας» της Φιλοποίμην Φίνος.
«Όλα άρχισαν από τον “Κατήφορο” το 1961. Ήταν επιλογή και απόφαση του Φίνου. Αποκλειστικά και μόνο. Ο Δαλιανίδης ήθελε την Αλίκη. Ο Φίνος με επέβαλε. Δεν θα γινόμουν ηθοποιός αν δεν υπήρχε ο Φίνος. Και κάτι άλλο. Το επώνυμο Λάσκαρη το δανείστηκε ο Φίνος από κάποιον Ιταλό, δεν θυμάμαι ποιον. Αυτός με… βάφτισε Λάσκαρη επειδή το όνομα ήταν εύηχο σε σχέση με το Κουρούκλη», είχε δηλώσει η Ζωή Λάσκαρη για το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, που εξελίχτηκε σε τεράστια εμπορική επιτυχία και για το πώς απέκτησε το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο, ώστε να μην την μπερδεύουν με την συνονόματη ξαδέρφη της και γνωστή τραγουδίστρια της εποχής, Ζωή Κουρούκλη.
Ξεχώρισε ανάμεσα στις υπόλοιπες ηθοποιούς της ηλικίας της και μέσα σε λίγα χρόνια έγινε μία από τις πιο περιζήτητες σταρ στον ελληνικό κινηματογράφο, μαζί με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και την Τζένη Καρέζη. Αν και τα έντυπα της εποχής μιλούσαν για κόντρα ανάμεσα σε εκείνη και τις άλλες δύο πρωταγωνίστριες, εκείνη το διέψευδε κατηγορηματικά: «Εγώ δεν ήμουν ποτέ ανταγωνιστική. Ειδικά με την Αλίκη έκανα πολύ παρέα. Θυμάμαι την τρυφεράδα της, την ψυχούλα της, το χεράκι της που χάιδευα και μου λείπει και πάρα πολύ. Η Αλίκη έδειχνε ότι αυτή τα κανονίζει όλα και ήταν πολύ ανασφαλές άτομο, που δεν θα έπρεπε».
Αποκορύφωμα για το sex symbol της μεγάλης οθόνης ήταν ο ρόλος της ως… crazy girl στην ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες» το 1967, που ανάγκασε τον «ωραίο» του ελληνικού κινηματογράφου Φαίδωνα Γεωργίτση να ξυρίσει το μουστάκι του και παράλληλα της χάρισε το εισιτήριο για τις Κάννες. Αν και η ταινία προβλήθηκε ντουμπλαρισμένη στο φεστιβάλ, με αποτέλεσμα να μην ακούσουν ποτέ τη φωνή της, η Ζωή Λάσκαρη μάγεψε τους Γάλλους με το αποκαλυπτικό διχτυωτό φόρεμα με το οποίο περπάτησε στο κόκκινο χαλί και δημοσιεύματα της εποχής αναφέρουν πως οι φωτορεπόρτερ την κυνηγούσαν για ένα στιγμιότυπο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι καλλιτεχνικά παρέμεινε ενεργή το τέλος της ζωής της και δεν σταμάτησε να συμμετέχει σε θεατρικές παραστάσεις, με τελευταία αυτή στον πολυχώρο της Αθηναΐδας -στην αίθουσα που μετέπειτα μετονομάστηκε σε «Ζωή Λάσκαρη- που είχε τον τίτλο «Νύφη Κουράγιο».
MediaΌλο το διαδίκτυο μιλάει σήμερα για αυτά που είπε ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος για τον Γιάννη ΑντετοκούνμποLifestyleΕΚΤΑΚΤΟ: Πέθανε στα 35 του ο Βασίλης Ανδριώτης!
«Είχα το ελάττωμα να ερωτεύομαι», παραδεχόταν σε παλαιότερη συνέντευξή της και όντως οι έρωτες της υπήρξαν θυελλώδεις. Το 1967 γνωρίστηκε μέσα από κοινές παρέες με τον μετέπειτα πρώτο της σύζυγο Πέτρο Κουτουμάνο. Σε ηλικία 23 ετών, λίγους μήνες αφότου είχε γίνει η απόλυτη αντρική φαντασίωση, με το διάφανο φόρεμα με το οποίο εμφανίστηκε στις Κάννες, επέλεξε να φορέσει νυφικό και να μετακομίσει μαζί με τον επιχειρηματία στην οδό Λυκείου 2, πίσω από τα ανάκτορα. Η τελετή έγινε στις 23 Οκτώβρη του 1967 στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη και 9 μήνες μετά έρχεται στον κόσμο η κόρη τους Μάρθα. Ο γάμος τους κράτησε τεσσεράμισι χρόνια, μέχρι που στις 5 Φλεβάρη του 1971 η Ζωή πήρε με φορτηγό τα πράγματά της κι έφυγε από το σπίτι! Όπως αναφέρουν πηγές της εποχής, ενώ ο σύζυγός της ήθελε τη γυναίκα του στο σπίτι, εκείνη ως ελεύθερη Τοξοτίνα δεν μπορούσε να περιοριστεί σε τέσσερις τοίχους και να αφήσει πίσω της τη μεγάλη οθόνη.
Σύντομα ήρθε επίσημα και το διαζύγιο, με τον Γιώργο Μισαηλίδη, δικηγόρο του Πέτρου Κουτουμάνου να επιβεβαιώνει τα όσα ακούγονταν εκείνη την εποχή περί ασυμφωνίας χαρακτήρων: «Ο Πέτρος Κουτουμάνος ήθελε να έχει την γυναίκα του στο σπίτι. Κάθε μέρα τσακώνονταν, είχαν διαφορετικό τρόπο ζωής. Δεν είχαν κοινά ωράρια στο φαγητό, τη δουλειά και τη διασκέδαση μιας και η Ζωή ήθελε να διασκεδάζει μέχρι το πρωί σε νυχτερινά κέντρα. Εμφανίζονταν δε, με τρόπο “εντυπωσιακό” παρά τις αντιρρήσεις του». Χρόνια αργότερα, η αείμνηστη σταρ παραδέχτηκε πως ο πρώτος της σύζυγος τη ζήλευε απίστευτα. Δείχνοντας μεγαλοψυχία, όχι μόνο δεν του κράτησε κακία για τις σκηνές που της έκανε, αλλά ήταν παρούσα στο τελευταίο «αντίο» σε εκείνον την άνοιξη του 2013 μαζί με τον δεύτερο της σύζυγο Αλέξανδρο Λυκουρέζο και την κόρη τους Μαρία Ελένη.
Αμέσως μετά το διαζύγιό της με τον Πέτρο Κουτουμάνο γνωρίστηκε με τον Τόλη Βοσκόπουλο στα γυρίσματα της ταινίας «Μαριχουάνα Στοπ», όταν ήταν ακόμα παντρεμένος με τη Στέλλα Στρατηγού -και ο δικός του γάμος έλαβε τέλος σύντομα. Οι δυο τους έζησαν έναν θυελλώδη έρωτα για κάτι λιγότερο από τρία χρόνια με εκείνον να υποκλίνεται μπροστά στην αγαπημένη του και να τραγουδάει αποκλειστικά για εκείνη «Το φεγγάρι πάνωθε μου» και «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά». Παρά τον έντονο χωρισμό τους, στην πορεία αποκατέστησαν τις σχέσεις τους, με τη Ζωή Λάσκαρη να επισκέπτεται τον αείμνηστο βάρδο στο κέντρο που εμφανιζόταν το 2014.
«Τρελάθηκε ο άνθρωπος. Ξέχασε και σπίτι και δουλειά και συνεργάτες και τα πάντα και έφυγε μαζί της. […] Έφυγε με τη Λάσκαρη και άρχισε μια ιστορία μαζί της που κράτησε περίπου τρία χρόνια. Τρία χρόνια έρωτας, πάθος και λατρεία. Μα και τρέλα και στενοχώρια και αγωνία», εξιστορεί η αδερφή του Τόλη Βοσκόπουλου, Παναγιώτα, στο βιβλίο της και συμπληρώνει: «Αν εξαρτιόταν από αυτόν, αυτό το όνειρο θα μπορούσε να ήταν ατελείωτο και παντοτινό και πραγματικό. Μα αφού άλλα ονειρευόταν αυτός και άλλα μελέταγε εκείνη, το όνειρο πήρε τέλος. Και μια μέρα βρέθηκε ως συνήθως μόνος, πικραμένος να κλαίει. Ήταν απαρηγόρητος. Είχε κλειστεί στον εαυτό του και δεν ήθελε να βλέπει άνθρωπο. Τόσο πολύ του είχε κοστίσει».
Τρία χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1976 μπήκε στη ζωή της και ο τρίτος -και τελευταίος- άντρας που την κέρδισε, ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος. Για την ακρίβεια η Ζωή Λάσκαρη μπήκε στη δική του ως πελάτισσα στο δικηγορικό γραφείο του, ώστε να ζητήσει τη βοήθειά του για μία υπόθεση. Εκείνος μαγεύτηκε από την πρώτη στιγμή που την είδε και, όπως είχε παραδεχτεί σε συνέντευξή του, δεν άργησε να της ζητήσει να παντρευτούν: «Με πρόσχημα κάποιες ερωτήσεις σχετικά με το συμβόλαιο που την απασχολούσε, της τηλεφώνησα και την κάλεσα σε δείπνο. Δέχτηκε. Μετά το δείπνο στην παραδοσιακή ταβέρνα του Ζαφείρη στην Πλάκα, δεν πέρασε πολύς χρόνος και της ζήτησα να γίνει γυναίκα μου». Το ζευγάρι παντρεύτηκε στον Πανάγιο Τάφο, με κουμπάρο τον Λευτέρη Παπαδόπουλο σε πολύ στενό οικογενειακό κύκλο και απέκτησε μία κόρη τη Μαρία-Ελένη.
Στην ιστορία έχουν μείνει οι δηλώσεις της Ζωής Λάσκαρης για τον επί 41 χρόνια σύζυγό της και τις απιστίες του: «Τον έχω πιάσει 100 φορές! Μία φορά ήθελε να με κυνηγήσει αλλά δεν μπορούσε γιατί ήταν σε μια άσχημη κατάσταση. Αλλά τον λατρεύω! Τον λατρεύω! Είναι όμορφος, είναι γοητευτικός, είναι ο άνθρωπός μου! Τον αγαπάω! Το πιο εύκολο είναι να τα τινάξεις όλα στον αέρα, το δύσκολο είναι να τα κρατήσεις», είχε αποκαλύψει σε παλαιότερη συνέντευξή της στον Γιώργο Λιάγκα και τη Φαίη Σκορδά, για να συμπληρώσει στη συνέχεια: «Δεν το δέχτηκα, υπέφερα, αλλά στη ζυγαριά με τα καλά και τα λάθη του Λυκουρέζου υπερίσχυσαν τα πάρα πολύ καλά που έχει». Τελικά έμειναν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής της, όταν εκείνος αναγκάστηκε να την αποχαιρετήσει με δάκρυ πικρό.
Περισσότερες Ειδήσεις σήμερα
Ζωή Λάσκαρη: Δημοπρατούνται κοσμήματά της 7 χρόνια μετά τον θάνατο της
Κραυγή απόγνωσης από την κόρη της Λάσκαρη: «Σχεδόν κανείς δεν νοιάζεται για μένα»